Σάββατο 6 Αυγούστου 2022

Ο σεβασμός της ζωής - Μορφές φόνου - Τα αίτια

 




Αρχιμ. Αθανάσιος Μυτιληναίος

Εντολή έβδομη (9-8-1987)
 
Έχουμε την έβδομη εντολή: «ου φονεύσεις»[1], δεν θα σκοτώσεις, με κανένα τρόπο δεν θα αφαιρέσεις τη ζωή του συνανθρώπου σου. Η εντολή αυτή, αγαπητοί μου, κατά το βιβλίο της Εξόδου είναι όγδοη· κατά το Δευτερονόμιο όμως είναι έκτη. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς την τοποθετεί έβδομη. Ακολουθούμε τον ά­γιο Γρηγόριο τον Παλαμά.

Ήθελα να δώσω μια επεξήγηση για τον λόγο που υπάρχει εδώ αυτή η δυσκολία της σειράς. Βεβαίως τό­σο το βιβλίο Έξοδος, όσο και το βιβλίο Δευτερονό­μιο, έχουν βγει από την γραφίδα του νομοθέτου Μωυσέως. Ο Μωυσής είναι εκείνος που δευτερώνει την συγγραφή και την εξαγγελία του Νόμου· γι' αυτό λέ­γεται και Δευτερονόμιο. Όμως δείχνει ότι δεν υπήρχε απολυτότητα στην έκφραση, διότι θα μπορούσε να εί­χε πάρει ρητή εντολή από τον Θεό, ώστε και η διατύ­πωση και η έκφραση να είναι κάτι το απολύτως πα­γιωμένο. Κι αυτό σημαίνει ότι οι θεοφόροι άνθρωποι μπορούν να αναλύσουν τον λόγο του Θεού πάντα θεοπνεύστως.

Αυτό έχει πολλή σημασία από ερμηνευτι­κής πλευράς.

Κι έρχομαι τώρα στην εντολή: «ου φονεύσεις», δεν θα σκοτώσεις. Η εντολή αυτή, αγαπητοί μου, α­ναφέρεται στον σεβασμό της ζωής. Η ζωή, απ’ όλα τα φυσικά δώρα του Θεού, είναι το πρώτο δώρο. Είναι πολύ φυσικό, διότι η ζωή συνιστά την ύπαρξη· κι αν έχουμε άνθρωπο, συνιστά και την αυτοσυνειδησία του ανθρώπου. Όπως ο άνθρωπος δεν μπορεί να δώσει ζωή, να δημιουργήσει δηλαδή ζωή, όχι διά της γεννήσεως, αλλά να κατασκευάσει ζωή, έτσι δεν μπορεί και να αφαιρέσει ζωή.

Η ζωή μεταλαμπαδεύεται κατ' έναν μυστηριώδη πάντοτε και ανεξιχνίαστο τρόπο· όπως αν έχω ένα σβηστό κερί, και κάποιος άλλος έχει ένα αναμμένο κερί, παίρνω το φως από κει. Μεταλαμπαδεύεται λοι­πόν η ζωή, μεταδίδεται. Αν έχω μία διακοπή της ζω­ής, δεν μπορώ να προχωρήσω παρακάτω, δεν έχω α­ναπαραγωγή ζωής. Αυτό δείχνει ότι απόλυτος Κύριος της ζωής και του θανάτου είναι μόνον ο Θεός γι' αυτό λέει και η Παλαιά Διαθήκη «Κύριος θανατοί και ζωο­γονεί»[2], είναι ο μόνος ο οποίος είναι απόλυτος Κύ­ριος της ζωής.
Βέβαια η ζωή, εξεταζόμενη και από επιστημονι­κής πλευράς, αποτελεί ένα ανεξήγητο και ερμητικά κλειστό μυστήριο. Έγιναν πολλές απόπειρες, και θε­ωρήθηκε ότι αν έχουμε κάποιες προϋποθέσεις ύλης, κάτω από ορισμένες συνθήκες, θα παραγάγουμε την ζωή. Είναι όμως μία απάτη. Η ζωή, όπως σας είπα προηγουμένως, είναι μία φλόγα που μεταλαμπαδεύε­ται· δεν παράγεται, δεν μπορεί να παραχθεί, δεν είναι δυνατόν να παραχθεί, ούτε ακόμη κι αν υποτεθεί ότι έχουμε μία υπεραισιοδοξία πως θα μπορούσαμε κάπο­τε να παραγάγουμε την ζωή. Φαίνεται ότι είναι από τα ερμητικώς κλειστά μυστήρια η ζωή, όπως ακριβώς α­πό τα ερμητικώς κλειστά μυστήρια είναι η φύση της ύλης.

Αλλά ας δούμε, αγαπητοί μου, πώς μας αναλύει την εντολή αυτή ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Λέει: «Ου φονεύσεις, ίνα μη της υιοθεσίας εκπέσης». Πρό­σεξε μην σκοτώσεις, για να μην ξεπέσεις από την υιοθεσία -τίνος;- εκείνου που ζωοποιεί και τους νε­κρούς, και γίνεις παιδί, έργω του απ’ αρχής ανθρωποκτόνου Διαβόλου· για να μη ξεπέσεις από την χάρη του Θεού, να μη ξεπέσεις από την υιοθεσία του Θεού, και γίνεις παιδί του Διαβόλου.

Πράγματι, αγαπητοί μου, ο αληθινός και πρώτος ανθρωποκτόνος είναι ο Διάβολος. Όπως το λέει ο Κύ­ριος, «εκείνος ανθρωποκτόνος ην απ’ αρχής και εν τη αληθεία ουχ έστηκεν»[3]. Ώστε ο Διάβολος από την αρχή ήταν ανθρωποκτόνος! Πότε από την αρχή; Από την αρχή της δημιουργίας, της δημιουργίας του αν­θρώπου.

Όταν ο Διάβολος είδε την δημιουργία του ανθρώ­που, είδε την ιδιαίτερη πρόνοια και φροντίδα του Θε­ού γι' αυτόν, είδε ότι ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θε­ού, είδε ότι είναι λογικός και ελεύθερος -όπως ακρι­βώς και ο Διάβολος ως πνεύμα, ως άγγελος- φθόνη­σε, και με κάθε τρόπο προσπάθησε να σκοτώσει τον άνθρωπο. Και τον σκότωσε! Γι' αυτό είναι «απ’ αρχής ανθρωποκτόνος».

Τον σκότωσε διπλά τον άνθρωπο· διπλά τον σκό­τωσε! Διότι τι είναι ο άνθρωπος; Ο άνθρωπος είναι ψυχή και σώμα. Σκότωσε λοιπόν και το σώμα του, σκότωσε και την ψυχή του. Πώς σκοτώνεται η ψυχή; Ο θάνατος της ψυχής δεν είναι παρά ο χωρισμός της ψυχής από τον Θεό, κι όχι η εκμηδένιση. Βγάλτε από το μυαλό σας την έννοια της εκμηδενίσεως δεν υπάρ­χει ούτε για την ψυχή ούτε για το σώμα, ούτε για ολό­κληρη την δημιουργία, ούτε για ένα άτομο της ύλης. Δεν υπάρχει εκμηδένιση· βγάλτε τη από το μυαλό σας! Ακόμα και στη νεκρή ύλη αν ζουλήξω κάτι, θα βγει κάτι άλλο. Δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, εκμηδέ­νιση δεν υπάρχει. Λοιπόν. Τι σημαίνει ψυχικός θάνα­τος; Σημαίνει τον χωρισμό της ψυχής από τον Θεό. Αυτός είναι ο θάνατος της ψυχής. Έτσι λοιπόν ο Διά­βολος έκανε τον άνθρωπο ν' αμαρτήσει, να παραβεί την εντολή του Θεού, και να χωριστεί η ψυχή του αν­θρώπου από τον Θεό. Αλλά είχε πει ο Θεός και είχε ειδοποιήσει: «Πρόσεξε» είπε στον Αδάμ, «αν αμαρτή­σεις, θα πεθάνεις». Και κατόπιν επήλθε ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, αυτό που λέμε πια βιολογικός θάνατος, και έχουμε πια το νεκρό σώμα. Δηλαδή ο Διάβολος σκότωσε τον άνθρωπο διπλά· τον σκότω­σε και στην ψυχή, τον σκότωσε και στο σώμα.

Έτσι αυτός ο Διάβολος είναι εκείνος που ενέ­πνευσε τον φόνο, προκάλεσε την διάθεση του φόνου στον Κάιν, για να σκοτώσει τον Άβελ. Διότι βλέπον­τας ότι ο Αδάμ και η Εύα πέθαναν ψυχικά, πνευμα­τικά, -πέθαναν δε την στιγμή που αμάρτησαν- δεν έ­μενε παρά να πεθάνουν και σωματικά. Αλλά αντί να δει αυτό -και το περίμενε ο Διάβολος πώς και πώς... και το περίμενε για να χαρεί!- βλέπει να γεννιούνται δύο παιδιά. Του ήρθε συμφορά· αισθάνθηκε ότι ο φθό­νος του δεν τελεσφόρησε· και βάζει τον έναν αδελφό να σκοτώσει τον άλλο, ακριβώς για να υπάρξει θα λέ­γαμε η εξουδετέρωση του ανθρώπινου γένους, και συ­νεπώς και εκείνου του απογόνου της Εύας -της Θεο­τόκου- που θα ερχόταν και θα του συνέτριβε την κε­φαλή[4].

Και συνεχίζει ο άγιος Γρηγόριος -σας διαβάζω σε απόδοση: «Ο φόνος προέρχεται από μια πληγή. Μια πληγή προέρχεται από μια κακομεταχείριση, ή από μία ύβρη. Μια κακομεταχείριση από μια οργή. Κι όλα αυτά συμβαίνουν στον άλλο, και εμείς ανταπο­δίδουμε». Γι' αυτό, όπως είπε ο Χριστός, «Αυτόν που θα σου πάρει το ιμάτιο, μην τον εμποδίσεις να σου πάρει και τον χιτώνα. Αυτόν που σε χτυπά, μην τον χτυπήσεις. Αυτόν που σε βρίζει, μην τον βρίσεις. Έ­τσι θα γλιτώσεις από φονικό, και εσύ και ο άλλος. Α­κόμη, και θα συγχωρήσεις. Αυτός που κακολογεί και κακοποιεί θα τιμωρηθεί. Αυτός που λέει "μωρέ" τον αδελφό του -μωρόν, ανόητο δηλαδή· "είσαι μωρός"-θα είναι ένοχος» [5].

Τι μορφές φόνου συμπεριλαμβάνει, αγαπητοί μου, η εντολή «ου φονεύσεις»;

4. Η εντολή «ου φονεύσεις», όπως σας είπα και προηγουμένως, αναφέρεται σε ολόκληρο τον άνθρω­πο. Μην το ξεχνάμε. Έτσι, μπορεί κανείς να διαπρά­ξει φόνο στην ψυχή του ανθρώπου ή να διαπράξει φό­νο στο σώμα του ανθρώπου. Το δυστύχημα είναι ότι όταν επιτελέσει ο άνθρωπος φόνο στην ψυχή του άλ­λου ανθρώπου, ο νόμος ο ανθρώπινος δεν τον πιάνει· όταν επιτελέσει φόνο του σώματος, τότε τον πιάνει ο νόμος ο ανθρώπινος. Ωστόσο, με την διάκριση που κάνουμε τώρα, ότι φονεύεται ολόκληρος ο άνθρωπος, ψυχή και σώμα, δίνεται ένα πολύ μεγάλο πλάτος στην εντολή.

Ας δούμε πώς μπορούμε να καταλάβουμε τον φό­νο ως προς το σώμα.
Πρώτα-πρώτα, είναι αυτό που ονομάζουμε φόνο, είναι δηλαδή η άμεση αφαίρεση της ζωής. Μπορεί αυτό να γίνει ή από υπολογισμό, δηλαδή εκούσια, ή ακούσια. Μπορεί να γίνει ένα δυστύχημα, ένα αυτοκι­νητιστικό δυστύχημα, οπουδήποτε, και να σκοτώσου­με έναν άνθρωπο, να γίνουμε φονείς, αλλά χωρίς να το θέλουμε.

Είτε λοιπόν εκούσια είτε ακούσια, το θέμα είναι ότι έχουμε άμεση αφαίρεση της ζωής του άλ­λου.

Δεύτερον, είναι η αυτοκτονία· όταν ο άνθρωπος φονεύει τον ίδιο του τον εαυτό. Είναι πολύ βαρύ α­μάρτημα, αγαπητοί μου, η αυτοκτονία· διότι ο μεν φό­νος δίνει περιθώρια στον φονέα να μετανοήσει -και δεν είναι καθόλου σπάνιο φονείς να έχουν μετανοή­σει- αλλά αυτός που αυτοκτονεί δεν έχει περιθώρια να μετανοήσει. Διότι πρώτα πρέπει να κάνουμε την κακή πράξη και μετά πρέπει να μετανοήσουμε· αλλά στην αυτοκτονία δεν υπάρχουν τέτοια περιθώρια, διό­τι κάνοντας την τελική πράξη φύγαμε από την παρού­σα ζωή· άρα δεν έχουμε την δυνατότητα να μετανοή­σουμε. Έτσι αυτός που αυτοκτονεί φεύγει με το βαρύ αμάρτημα του φόνου του σώματός του, της υπάρξεως του.

Τρίτον, έχουμε την έκτρωση. Η έκτρωση είναι φόνος είναι φόνος εκ προμελέτης. Μπορεί βεβαίως να έχουμε και τον φόνο εδώ τον ακούσιο, όπως είναι η α­ποβολή του εμβρύου. Να οδύρεται η μητέρα -που εν πάση περιπτώσει μπορεί κάποτε και να φταίει, μπορεί και να μη φταίει· αυτό εξετάζεται- αλλά η έκτρωση δεν είναι παρά ο θεληματικός φόνος του εμβρύου. Και το τραγικό, η τραγική ειρωνεία θα έλεγα, είναι ότι ο εικοστός αιώνας ονομάστηκε αιώνας του παιδιού... και ταυτόχρονα στον εικοστό αιώνα η έκτρωση, ο φό­νος του παιδιού, έχει γίνει ολόκληρη επιστήμη και τεχνική! Αυτό είναι μία καθαρή ανθρώπινη υποκρι­σία.

Τέταρτον, έχουμε την ευθανασία. Όπως θα γνωρί­ζετε, είναι πολύ επίκαιρο θέμα αυτό. Ευθανασία ση­μαίνει ότι εκείνος που θεωρείται ανίατα άρρωστος κά­ποτε ζητάει ο ίδιος να τον φονεύσουν (οπότε είναι υ­πεύθυνος και αυτός, γιατί δεν μπορούμε να πούμε ότι πρώτα θα ζητήσει συγγνώμην, μετά θα πάει να εξομο­λογηθεί, κι έπειτα θα πει «τώρα σκοτώστε με»!... συ­νεπώς είναι στην κατηγορία του αυτοκτονούντος εκεί­νος που ζητάει την ευθανασία) ή δεν γνωρίζει ο ανία­τα άρρωστος το θέμα αυτό, αλλά προβαίνουν σε ευθα­νασία οι συγγενείς με τον γιατρό· κάνουν ένα κάτι, μία ένεση ή ό,τι άλλο, και τελικά φονεύουν τον άν­θρωπο.

Αυτό είναι φοβερό! Διότι, αγαπητοί μου, αν ξέρω ότι σήμερα υπάρχουν κλέφτες και δολοφόνοι, κλειδώ­νω τις πόρτες μου και τα παράθυρα μου, κλειδώνω δι­πλά και τριπλά, και φυλάγομαι μέσα στο σπίτι μου. Αν υποτεθεί όμως ότι την ευθανασία θα μου την προ­καλέσει ο γιατρός που με παρακολουθεί και με θερα­πεύει, ότι θα την προκαλέσει την ευθανασία το παιδί μου, ο άνδρας μου, η γυναίκα μου, δηλαδή οι οικείοι μου προκαλέσουν την ευθανασία, τότε πώς μπορώ να φυλαχτώ; Αυτό πια θα είναι ένας αληθινός τρόμος των ανιάτως ασθενούντων, αλλά και των ηλικιωμένων ανθρώπων! Και μια μέρα -είναι παρά πολύ κοντά αυ­τό για πάρα-πάρα πολλούς λόγους- όταν οι ηλικιωμέ­νοι πηγαίνουν στα νοσοκομεία, θα τους γίνεται πολύ ωραία η ευθανασία· θα προκαλείται ο θάνατος με τον τρόπο αυτό. Όποτε ο ηλικιωμένος πια θα λέει: «Δεν τολμώ να πάω στο νοσοκομείο, δεν θέλω· άστε με να πεθάνω εδώ»· ή ακόμη, αν φοβάται τους συγγενείς του -δεν ξέρω... τι να φανταστώ!- μπορεί να πάει σ' ένα δωμάτιο ξενοδοχείου και να πει: «Όσο ζήσω θα μείνω εδώ, κι ό,τι γίνει. Αν πάω σε νοσοκομείο, θα με σκοτώσουν με τον τρόπο αυτό. Πλέον ο γιατρός εί­ναι κίνδυνός μου, οι συγγενείς είναι κίνδυνός μου, αυ­τή η ίδια η πολιτεία είναι κίνδυνός μου!». Αντιλαμβά­νεστε, αγαπητοί μου, που βρισκόμαστε;

Ακόμη, πέμπτον, είναι ο πόλεμος. Ο πόλεμος! Στον πόλεμο κανείς σκοτώνει· γίνεται και εκεί ο φό­νος. Θα μου πείτε: «Μπορεί να δικαιολογείται ο φό­νος αυτός;». Ναι, αλλά δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να εξομολογηθείς, εάν γνωρίζεις ότι σκότωσες. Όπως α­κόμη, όπως λέει ο μέγας Βασίλειος, εάν θέλεις να γί­νεις ιερέας και γνωρίζεις ότι σκότωσες στον πόλεμο, δεν μπορείς να γίνεις ιερέας" είναι κώλυμα.

Έχουμε όμως και μια άλλη περίπτωση, έκτη: τον έμμεσο φόνο. Τι νομίζετε πώς είναι το τσιγάρο; Σκο­τώνει τον άνθρωπο· του αφαιρεί χρόνια ζωής. Αφού λοιπόν του αφαιρεί χρόνια ζωής, κι αυτό δεν είναι έ'να στοιχείο φόνου; Τα ναρκωτικά επίσης τι νομίζετε ότι είναι; Όταν πάρεις υπερβολική δόση, δεν πεθαί­νεις; Δεν είναι και αυτό μία αυτοκτονία, έστω κι αν δεν ήθελες να αυτοκτονήσεις; Αλλά και το ότι τα χρόνια της ζωής σου λιγοστεύουν, αυτό δεν είναι μέ­σα στην εντολή «ου φονεύσεις»;

Κατόπιν, έβδομο, είναι και η νοθεία. Εκείνοι που νοθεύουν τα φάρμακα ή τα τρόφιμα, και έτσι παθαί­νουν ζημιά οι άνθρωποι στον οργανισμό τους είναι ένοχοι φόνου. Δεν θυμάστε πριν από λίγα χρόνια, όταν κάποιοι στην Ισπανία νόθευσαν το λάδι για να έχου­νε κάποιο διάφορο, κάποιο κέρδος, και πέθαναν πολ­λοί άνθρωποι τρώγοντας το λάδι στο φαγητό τους; Φοβερό πράγμα αυτό!

Ακόμη, όγδοον, είναι οι μολυσμένες ή οι αλλοιω­μένες τροφές που προσφέρονται, και μπορεί να πά­θουν κακό ή να πάθουν ζημία στην υγεία τους οι άν­θρωποι ή και να πεθάνουν. Όσο για το μολυσμένο πε­ριβάλλον, αυτό πια είναι μία ευθύνη ομαδική, με τα εργοστάσια, με τα καυσαέρια, όλα αυτά, που ελαττώ­νουν τη ζωή του ανθρώπου.

Είναι ακόμη και η υπερκόπωση, ένατον, και η σω­ματική και η πνευματική· όταν κανείς κουράζεται υ­περβολικά, και μπορεί να φθάσει να πεθάνει.

Επίσης είναι και η γαστριμαργία, δέκατον· που μπορεί κανείς να πεθάνει όταν φάει υπερβολικά· ή ό­ταν τρώγει κατά τρόπο τέτοιον που λιγοστεύει τη ζωή του. Λέγεται ότι το μαχαιροπήρουνο, δηλαδή η γα­στριμαργία, σκοτώνει περισσότερους απ’ όσους σκο­τώνει ένας παγκόσμιος πόλεμος!

Ακόμη είναι και τα σπορ, ενδέκατον, με τα οποία σπορ επιδιώκεται το ρεκόρ· και γίνεται μία υπερέντα­ση του οργανισμού, με κίνδυνο να σπάσει ο άνθρωπος και να πεθάνει ή να λιγοστέψει η ζωή του.
Ακόμα και η μόδα, αγαπητοί μου, που με τα καλ­λυντικά και το αδυνάτισμα ζητάει πράγματα τα οποία τελικά αποβαίνουν σε ζημία του ίδιου του ανθρώπου.

Μία πολύ γνωστή μου κυρία πήγε στο κομμωτή­ριο, έφτιαξε τα μαλλιά της, και γύρισε σπίτι της και έβαλε τηγάνι για να τηγανίσει κάτι. Άλλα, είναι γνω­στό, στα κομμωτήρια βάζουν στο κεφάλι δηλητήρια για να φτιάξουν τα κατσαρά μαλλιά η ό,τι άλλο, και το δηλητήριο αυτό -δεν ξέρω πώς· ίσως έπεσε περισ­σότερο- πέρασε από την επιδερμίδα στον εγκέφαλο. Αγαπητοί μου, εκεί που τηγάνιζε τα ψάρια, έπεσε νε­κρή. Ήταν από το φάρμακο που πριν από λίγη ώρα είχε βάλει στο κεφάλι της για να φτιάξει τα μαλλιά της!

Έχουμε όμως και τον θάνατο της ψυχής· εδώ εί­ναι γενικώς τα πάθη. Τα πάθη δεν σκοτώνουν μόνο τον άλλο άνθρωπο, αλλά και εκείνον που φέρει τα πά­θη. Η οργή σκοτώνει τον άλλο, αλλά σκοτώνει και ε­κείνον που έχει την οργή· διότι ένας άνθρωπος που οργίζεται δεν είναι δυνατόν ποτέ να έχει μία καλή υ­γεία. Ακόμη, όταν κυριαρχείται κανείς από το πάθος του φθόνου, του μίσους, της μνησικακίας, μπορεί να σκοτώσει, αλλά προπαντός και να σκοτωθεί. Ο άν­θρωπος ο φθονερός, αγαπητοί μου, είναι φοβερό πράγμα. Λέμε έναν άνθρωπο ο οποίος είναι φθονερός και είναι κίτρινος, και του λέμε: «Α, κιτρινιάρη... σ' έφαγε η ζήλια!». Το λέμε αυτό· γιατί έχουμε διαπιστώ­σει ότι τα πάθη αυτά σκοτώνουν τον φορέα τους.

Ακόμα είναι και η συκοφαντία, που μπορεί να σκοτώσει την ανθρώπινη ψυχή. Να πει κανείς κάτι για έναν άλλο, και αυτό να του σκοτώσει την τιμή του και την υπόληψη του.

Αλλά είναι και τα σκάνδαλα, και τα ηθικά και τα σκάνδαλα της πίστεως. Ο Κύριος είπε: «ος δ' αν σκανδαλίση ένα των μικρών τούτων των πιστευόντων εις εμέ, συμφέρει αυτώ ίνα κρεμασθή μύλος ονικός εις τον τράχηλον αυτού και καταποντισθή εν τω πελάγει της θαλάσσης»[6]. Δηλαδή: αυτός που σκανδαλίζει έ­στω έναν απλό άνθρωπο που πιστεύει στ' όνομα μου, συμφέρει να αυτοκτονήσει, διότι η τιμωρία του θα εί­ναι μικρότερη. Καλύτερα να βάλει μυλόπετρα στον λαιμό του και να φουντάρει στη θάλασσα, λέει, παρά να σκανδαλίσει και σκοτώσει την ψυχή ενός ανθρώ­που!...  

Θα με ρωτήσετε: «Πώς σκοτώνεται η ψυχή ενός ανθρώπου;».  
Συγκεκριμένα, αυτό που είπε ο Κύριος: όταν κά­ποιος πει εναντίον της θεανθρώπινης φύσεως του Χρι­στού, και τον άλλο τον σκανδαλίσει και τον βγάλει α­πό τον χώρο της Πίστεως, ή τον σκανδαλίσει με ηθι­κό τρόπο, δηλαδή τον ρίξει στην αμαρτία, στην ανηθικότητα ή σε ό,τι άλλο. Είναι ακόμη τα αθεϊστικά βι­βλία και τα πορνικά βιβλία, αγαπητοί μου· τα μεν σκοτώνουν την ψυχή ως προς την απιστία, τα δε ως προς την αμαρτία. Και τέλος είναι ο κινηματογράφος, είναι το θέατρο, είναι η τηλεόραση. Όλα αυτά είναι ψυχοκτόνα· ψυχοκτόνα πράγματα! σκοτώνουν την αν­θρώπινη ψυχή! Και εκείνοι που τα παρασκευάζουν για την ανθρωπότητα, αυτοί είναι φονιάδες των αν­θρώπινων ψυχών.

Αν καταλάβαμε, τα αίτια του φόνου είναι: πρώτα το κακώς νοούμενο συμφέρον και μετά ο θυμός· αυτά τα δύο. Προσέξτε: το κακώς νοούμενο συμφέρον! θέ­λετε με τη νοθεία, θέλετε με την πώληση και διάδοση αθεϊστικών ή πορνικών βιβλίων, θέλετε με την διοχέ­τευση βρώμικων πραγμάτων, εκπομπών, μέσω της τη­λεοράσεως και του ραδιοφώνου; Σε όλα αυτά κυριαρ­χεί το συμφέρον. Είτε ατομικό είτε ομαδικό, πάντως το συμφέρον! Αν ξέρατε, αγαπητοί μου, αυτό το συμ­φέρον, το κακώς νοούμενο συμφέρον, πόσο συντελεί στον φόνο ψυχών και σωμάτων!...

Αλλά είναι και ο θυμός, η οργή. «Εάν μπορείς, λέει ο άγιος Πατήρ, ο άγιος Γρηγόριος, εάν μπορείς να ξεριζώσεις το κακό "προ ριζών", από τη ρίζα, α­φού έχεις την αρετή της πραότητος. Αφού έχεις την αρετή της πραότητος, είσαι ευτυχής. Εάν δεν μπορείς να μείνεις αόργητος, χωρίς οργή, τότε να έχεις αυτομεμψία και να μετανοείς απέναντι στον Θεό και στον πλησίον σου που τον κακοποίησες. Γιατί αυτός που μετανοεί στην αρχή του κακού, δεν φθάνει στην ολο­κλήρωση του κακού». Μόλις θυμώσω και μετανοήσω, τότε δεν ολοκληρώνω το κακό, διότι το τέλος, το άλ­λο άκρο του θυμού, πιθανότατα είναι ο φόνος.

Ο Κύριος, αγαπητοί μου, είπε: «Εγώ δε λέγω υμίν ότι πας ο οργιζόμενος τω αδελφώ αυτού εική ένο­χος έσται τη κρίσει» [7]. Εάν χωρίς λόγο, λέει, οργίζε­ται κανείς εναντίον του αδελφού του, τότε είναι ένο­χος στην Κρίση. Ένοχος! Πότε; Όταν οργίζεται. Διότι ο Κύριος, όπως την επιθυμία την θεωρεί την αι­τία της μοιχείας και θεωρεί κάποιον μοιχό εάν επιθύ­μησε ανήθικα, έτσι ως αιτία του φόνου θεωρεί την ορ­γή. Γι' αυτό, για να σώσει τον άνθρωπο να μην φθά­σει σ' αυτές τις ακραίες καταστάσεις λέει: «Δεν θα οργισθείς». «Ακούσατε, λέει, τον παλιό καιρό, τον αρ­χαίο καιρό, ου φονεύσεις· εγώ σας λέω δεν πρέπει να οργισθείς, διότι η οργή είναι η αιτία του κακού, η αι­τία του φόνου».

Όπως αντιλαμβανόμαστε, αγαπητοί μου, όλοι εί­μαστε ένοχοι απέναντι στην εντολή «ου φονεύσεις». Δεν βρήκατε πουθενά τον εαυτό σας σε όσα είπαμε; Ε­γώ τον έχω βρει· σε πολλά σημεία. Πού είναι εκείνοι που λένε «Δεν έκλεψα! Δεν σκότωσα!»; Για ψάξε να δεις τι σκότωσες, και κατόπιν να λες «Δεν έκλεψα!» και «Δεν σκότωσα!».

Όταν θα μιλήσουμε για την κλοπή, θα δούμε ότι οι πρώτοι κλέφτες δεν είναι τα χέρια, αλλά είναι τα μάτια. Κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, αυτά κλέβουν, με κάποια αόρατα χέρια βασκαίνουν, φθο­νούν, γιατί τα θέλουν δικά τους. Αυτά κλέβουν πρώτα. Μη λέμε λοιπόν, αγαπητοί μου, «Δεν έκλεψα! Δεν σκότωσα!»" είναι πολύ ρηχό.

Όταν δούμε τα πράγματα έτσι, τότε ας φροντίζου­με για το καλώς νοούμενο συμφέρον μας και για την αοργισία, ώστε να μην βρεθούμε ένοχοι φόνου απένα­ντι στον Θεό, που κάποτε θα δώσουμε λόγο για τις πράξεις μας.


[1] Έξοδ. 20, 15. Δευτ. 5, 17. Ματθ. 5,21. Ρωμ. 13, 9.
[2]
[3] Ιωάν. 8, 44.
[4] Γεν. 3, 15.
[5] Ματθ. 5, 21-22. 5, 40. Λουκ. 6, 29.
[6] Ματθ. 18, 6.
[7] Ματθ. 5, 22.

π. Αθανασίου Μυτιληναίου
ΣΚΕΨΟΥ ΤΟ ΣΠΛΑΧΝΟ ΣΟΥ
Αποσπάσματα απομαγνωτοφωνημένων ομιλιών
Εκδόσεις "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2021

ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ



 

Ιωάννης Κορναράκης: "Ψυχολογική εμβάθυνση στην παραβολή του ασώτου"


Η παραβολή του Ασώτου εκτιμάται ιδιαιτέρως υπό του πληρώματος εν γένει της Εκκλησίας. Η ευσπλαγχνία και η απεριόριστος αγάπη του ουρανίου Πατρός προς τον αμαρτωλόν άνθρωπον, η τονιζομένη μεγαλειωδώς εις την όλην ευαγγελικήν περικοπήν, προκαλεί έντονον αίσθησιν εις τας ψυχάς των πιστών.
Λόγω δε της τοιαύτης εντυπώσεως, την οποίαν η παραβολή του Aσώτου δημιουργεί, εξισούται αύτη, ως γνωστόν, πολλάκις πλήρως προς το λοιπόν περιεχόμενον της Αγίας Γραφής. Ούτως αναγνωρίζεται ότι η παραβολή αύτη είναι μεστή σωτηριολογικών νοημάτων και ότι εν αυτή εύρηται συμπεπυκνωμένη η όλη χριστιανική διδασκαλία περί της σωτηρίας του ανθρώπου δια της εν Χριστώ Θείας Αποκαλύψεως.

Αλλ' επίσης και εκ της επόψεως των ψυχολογικών διαδικασιών η παραβολή του Ασωτου αποτελεί ασφαλώς ανεξάντλητον μεταλλείον. Επί τη βάσει οιασδήποτε ψυχολογικής θεωρίας, αντιμετωπιζούσης την ψυχικήν υπόστασιν μετά της οφειλομένης εΙς αυτήν αξιοπρέπειας και αν ερευνήσει τις το κείμενον της παραβολής ταύτης, θα επισημάνη πλούτον και ποικιλίαν ψυχικών διαδικασιών, δι' ων διαφωτίζεται πως το σχήμα της πτώσεως του ανθρώπου εις την αμαρτίαν και της επιστροφής αυτού εις τον Θεόν. Το θέμα δηλονότι ή το πρόβλημα, το οποίον η παραβολή απεικονίζει, είναι πάντοτε πνευματικόν. Το γενικόν σχήμα της συμπεριφοράς του Ασώτου υιού αλλά και του πρεσβυτέρου αφορά εις την πνευματικήν υπόστασιν και ζωήν αυτών.

Εν τούτοις όμως εις την πορείαν της όλης περικοπής διαφαίνεται εις κεντρικάς γραμμάς το ψυχολογικόν σχήμα της πτώσεως του ανθρώπου εις την αμαρτίαν και της αφυπνίσεως και επιστροφής αυτού εις την αγκάλην του ουρανίου Πατρός. Δια τούτο και εκ της ψυχολογικής επόψεως η σημασία της παραβολής είναι εξαιρετικώς μεγάλη. Τα κύρια δέ σημεία του εν λόγω σχήματος θα ηδύναντο να καθορισθούν ως εξής:


Α' Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ (ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ) ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΙΣ ΕΚ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΚΗΣ ΑΥΘΕΝΤΙΑΣ
«Πάτερ, δός μοι τό επιβάλλον μέρος τής ουσίας» (στχ. 12). Ο νεώτερος υιός προβάλλει το αίτημα της χειραφετήσεως εκ της πατρικής αυθεντίας δια της λήψεως των περιουσιακών στοιχείων, τα οποία κληρονομικώ δικαίω ανήκουν εις αυτόν. Αλλ' ενταύθα πρόκειται περί ψυχολογικής (και πνευματικής) αποδεσμεύσεως και χειραφετήσεως, η οποία, κατά την αντίληψιν του νεωτέρου υιού, θα παράσχη εις αυτόν την δυνατότητα της ανεξαρτησίας και δή της ψυχολογικής αυτοτελείας της προσωπικότητος αυτού. Δια τούτο, αφού ο πατήρ «διείλεν αυτοίς τον βίον» και «μετ' ου πολλάς ημέρας», «συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χώραν μακράν» (στχ. 12-13). Το πρόβλημα της ψυχολογικής χειραφετήσεως από των παραδεδομένων ή καθιερωμένων αυθεντιών αντιμετωπίζεται συχνάκις εντός της περιοχής της Κοινωνικής Ψυχολογίας (της ψυχολογίας της οικογενείας) και της Ψυχοθεραπείας. Είναι δε γεγονός, μη δυνάμενον να αμφισβητηθεί υπό τινος, ότι η ψυχαναλυτική μέθοδος σκοπεί συνήθως εις την ψυχολογικήν αυτοτέλειαν της προσωπικότητος. 

Εξ άλλου ο Jung υπεγράμμισε ζωηρώς την ψυχολογικήν σχέσιν του υιού προς την μητέρα, η οποία απεικονίζει την ψυχολογικήν σχέσιν του ατόμου προς το ασυνείδητον αυτού, το οποίον είναι το «μητρικόν έδαφος» εκ του οποίου η συνειδητή προσωπικότης γεννάται. Αλλ' ακριβώς το ψυχολογικόν νόημα της περικοπής επί του σημείου τούτου είναι, ότι η απόλυτος ψυχολογική καί πνευματική αυτοτέλεια είναι ουτοπία. Διότι η επιδίωξις της χειραφετήσεως εκ μιας «αρχετυπικής» αυθεντίας, ως είναι ο πατήρ, δεν παρέχει εις το άτομον δημιουργικήν ή αναγεννητικήν ελευθερίαν αλλά ψυχολογικήν (και πνευματικήν) μόνωσιν.


Β'.  Η ΑΠΟΞΕΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΙΣ ΕΚ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΟΣ

Ο νεώτερος υιός δεν απομακρύνεται μόνον εκ της πατρικής αυθεντίας αλλά και του πατρικού οίκου, τ.έ. του «οικείου» περιβάλλοντος αυτού. Δεν πρόκειται λοιπόν μόνον περί «αποδεσμεύσεως» αλλά και περί «φυγής». Το αίτημα της ψυχολογικής (και πνευματικής) αυτοτέλειας φαινομενικώς μόνον θεωρείται ως εύλογον. Κατά βάθος αποτελεί ασυνείδητον διαδικασίαν φυγής εκ της περιοχής της ίδιας άτομικότητος.

Υπό τον όρον αυτόν η αμαρτία δεν νοείται απλώς ως μία πράξις αλλά κυρίως ως χωρισμός από του Θεού, ως «πτώσις» εις ψυχικήν και πνευματικήν κατάστασιν κατωτέραν εκείνης, την οποίαν συνιστά η μετά του Θεού πατρός σχέσις και κοινωνία. Εν τη περιπτώσει δε ταύτη η αμαρτία δεν είναι εν απλούν σχήμα ωρισμένης διαδικασίας αλλά ψυχολογικώς εν πλήρες δράμα.

Εκείνος, ο οποίος «αποδημεί εις χώραν μακράν» ακολουθεί εξωστρεφικήν πορείαν, η οποία δεν εξασφαλίζει εις αυτόν «ελευθερίαν» ή «αυτοτέλειαν» αλλά δραματικάς εσωτερικάς περιπέτειας. Η φυγή μακράν εαυτού αποτελεί ψευδαισθησίαν χειραφετήσεως και αποδεσμεύσεως, η οποία εκφράζει υπαρξιακώς το δραματικόν γεγονός της αμαρτίας. Το γεγονός τούτο είναι πράγματι «πτώσις» πλήρης δραματικών εξελίξεων εις την κατάστασιν της ψυχικής και πνευματικής αποδιοργανώσεως.

Αλλ' η δραματική αύτη εξέλιξις της αμαρτίας βιούται κυρίως ψυχολογικώς ως αποξένωσις εκ της ιδίας ατομικότητος. Διότι ο ενεργών δια της φυγής την αποικοδομήν της ιδίας ψυχικής συγκροτήσεως δεν δύναται να τελεί εν εσωτερικώ συνδέσμω μετά του βάθους της ατομικότητος αυτού. Τούτο δε είναι ασφαλώς το μέγεθος του ψυχολογικού δράματος, το οποίον η αμαρτία γεννά. 


Γ'.  Η ΔΙΑΣΠΑΣΙΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΟΣ

«Και εκεί διεσκόρπισε τήν ουσίαν αυτού ζών ασώτως. Δαπανήσαντος δέ αυτού πάντα εγένετο λιμός ισχυρός κατά την χώραν εκείνην, και αυτός ήρξατο υστερείσθαι...» (στχ. 13-16). Η αποξένωσις εκ της ιδίας ατομικότητος δια της «φυγής» εις «χώραν μακράν» δεν αποδιοργανώνει απλώς την προσωπικότητα, τ.έ. δεν καθιστά απλώς χαλαράς τας συνδέσεις της εσωτερικότητος. Κυρίως διασπά και διασκορπίζει το «περιεχόμενον» της ατομικότητος. Δια της φράσεως «και συναγαγών άπαντα» εδηλώθη προηγουμένως φαινομενικώς το δίκαιον αίτημα της ψυχολογικής (και πνευματικής) αυτοτέλειας. Αλλά η «αποδημία» εξ της ιδίας ατομικότητος είχεν ως αναπόφευκτον συνέπειαν την διάσπασιν και τον διασκορπισμόν της προσωπικής οντότητος (αυτοτέλειας). Ο διασκορπισμός ούτος δεν είναι παθητική κατάστασις «αποσυνθέσεως» αλλά δυναμικόν γεγονός, οιονεί εκτίναξις του «περιεχομένου» της ατομικότητος δι' εξωστρεφικής («κεντρόφυγγος») ενεργείας εις την εκτός αυτής περιοχήν.

Είναι άξιον προσοχής ότι η επισήμανσις του διασκορπισμού τούτου κατά τον ψυχοθεραπευτικόν διάλογον χαρακτηρίζεται ως πτώχευσις της προσωπικότητος. Αύτη εκδηλούται ποικιλοτρόπως αλλά κατά βάσιν σημαίνει απώλειαν ανθρωπίνης ενεργείας και σπατάλην (δαπάνην) δυνάμεων. Διά τούτο ο άσωτος υιός κατέστη πτωχός και «επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ών ήσθιον οι χοίροι» (στχ. 16).


Δ'.  ΑΦΥΠΝΙΣΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ

Ο άσωτος υιός, δια της αλογίστου σπατάλης της περιουσίας του, μεταπίπτει εις μίαν νέαν ψυχολογικήν κατάστασιν, όλως αρνητικού χαρακτήρος, την στέρησιν (Frustration). Αύτη παρέχει εις αυτόν νέας εμπειρίας, προκαλεί και γεννά διαθέσεις και αισθήματα και κυρίως συνθέτει προβληματισμόν, ο οποίος εγγίζει τα μύχια της προσωπικότητός του.

Διότι η στέρησις, όχι βεβαίως εν τη φροϋδική έννοια, δεν προκαλεί μόνον συνειδητάς αντιδράσεις εκ μέρους της βίωσης ταύτην προσωπικότητος, αλλά αναμοχλεύουσα ή δραστηριοποιούσα ασυνείδητους διαδικασίας, προκαλεί και διεγείρει το βάθος της ασυνειδήτου ψυχικής περιοχής. Εν προκειμένω δε η κυρία κατεύθυνσις της εξωτερικής αντιδράσεως της προσωπικότητος δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί ή να προβλεφθή εκ των προτέρων.

Εις την περίπτωσιν του πονηρού δούλου, η στέρησις προκαλεί την επιθετικότητα αυτού. Γενικώς δε η φροϋδική θεωρία, ως καί τινες ερμηνευτικαί τάσεις εν τη περιοχή της Κοινωνικής Ψυχολογίας, συνδέουν αρρήκτως την στέρησιν μετά της επιθετικότητος. Αλλ' εις την περίπτωσιν του ασώτου υιού δεν συμβαίνει τούτο. Ούτος αξιοποιεί θετικώς την εμπειρίαν της στερήσεως αλλά και τας αρνητικάς αντιδράσεις της συμβιώσεως τρίτων εις το προσωπικόν πρόβλημα αυτού.

Διότι, ενώ εστερείτο και υπέφερεν εκ της ενδείας και της πείνης, φθάσας εις την όλως ταπεινωτικήν και εξευτελιστικήν κατάστασιν να επιθυμεί «γεμίσαι τήν κοιλίαν αυτού από των κερατίων ων ήσθιον οι χοίροι», εν τούτοις «ουδείς εδίδου αυτώ» (στχ. 16). Το περιβάλλον δεν ανταποκρίνεται, ως ούτος ανέμενεν, εις την βασικήν ανάγκην της συντηρήσεώς του. 

Δια τούτο αμφότεραι αι εμπειρίαι της στερήσεως και της αρνητικής θέσεως του περιβάλλοντος, ασφαλώς κατόπιν και της λειτουργίας ασυνειδήτων διαδικασιών, προκαλούν εν τέλει την ψυχολογικήν και πνευματικήν αφύπνισιν του ασώτου. Δηλαδή κυρίως μίαν άξιολογικήν κρίσιν ως υπαρξιακήν αναμέτρησιν. Η βίωσις του αδιεξόδου και της τραγικότητος της υπάρξεως (το αναποφεύκτως επερχόμενον ταπεινωτικόν τέλος του ασώτου), οδηγούν εις την ανακάλυψιν και αναγνώρισιν της ιδίας ατομικότητος.

Εις μίαν αυτοθεώρησιν εντός τραγικών πλαισίων, τα οποία όμως αποδεικνύονται ως αμφιδυναμικά ερεθίσματα. Διότι το αδιέξοδον και το τραγικόν, ενώ υπογραμμίζουν την αθλίαν και ταπεινωτικήν κατάστασιν εις την οποίαν ο άσωτος κατήντησεν, αξιοποιούνται συγχρόνως θετικώς ως υπαρξιακά πρίσματα δι' ών ούτος θεωρεί εαυτόν, μάλλον δε επιστρέφει εις εαυτόν.

Δια τούτο η ευαγγελική φράσις «εις εαυτόν δε ελθών» δηλοί βασικήν ψυχολογικήν και πνευματικήν βαθμίδα της διαδικασίας της σωτηρίας του ασώτου, η οποία εξ άλλου θα ηδύνατο να αναλυθεί περαιτέρω πλουσίως προς λεπτομερεστέραν παρουσίασιν των συνειδητών και ασυνειδήτων διαδικασιών του γεγονότος της επιστροφής του αμαρτωλού ανθρώπου εις τον Θεόν.

Οπωσδήποτε όμως η φράσις «εις εαυτόν ελθών» αποτελεί κυρίως ύπογράμμισιν της βασικής προϋποθέσεως της συναντήσεως του Θεού εκ μέρους του αμαρτωλού ανθρώπου. Αύτη δε είναι η συνειδητοποίηση ή θεώρησις της ιδίας ατομικότητος εντός των πλαισίων της αμαρτωλού υπάρξεως. Παρά το γεγονός δηλαδή ότι μία τοιαύτη ψυχολογική καί πνευματική «λειτουργία», ως είναι η αυτοθεώρησις, είναι συνήθως αντικείμενον αλλά και προϊόν μόνον μακράς καί μεθοδικής και επιμόχθου εργασίας (ως λ.χ. συμβαίνει εις την περίπτωσιν του ασκητού), εν τούτοις η αυτοθεώρησις, έστω ως μία στιγμιαία αλλ' οπωσδήποτε ισχυρά και έντονος εμπειρία της ιδίας ατομικότητος, πρέπει να θεωρήται ως αφετηρία της μετά του Θεού συναντήσεως, τ.έ. της μετανοίας.

Εν τη περιπτώσει ταύτη της αυτοθεωρήσεως πρόκειται ίσως περί της διαδρομής υπό της προσωπικότητας μιας ψυχολογικής καί πνευματικής καμπής, η οποία έχει κυρίως εναντιοδρομικόν ή αναστροφικόν (regressive) χαρακτήρα.

Ως και αλλαχού έχομεν υπενθυμίσει, ο Jung παρατηρεί ότι, όταν μία ψυχική τάσις ή λειτουργία φθάσει εις το άκρον αυτής, οφείλει τις να αναμένη την αντιστροφήν της, δηλαδή την μετάθεσίν της εις την αντίθετον ψυχικήν ή ψυχολογικήν τροχιάν. Η δυνατότης αύτη της εναντιοδρομίας των ψυχικών λειτουργιών εξηγεί εις την παρούσαν περίπτωσιν πώς ο άσωτος επέστρεψεν εις εαυτόν.

Η εξωστρεφική τάσις η δράσις αυτού, αφού έφθασεν εις το ακρότατον αυτής σημείον δια της εκδαπανήσεως πάσης της περιουσίας αυτού, μετεστράφη εις εσωστρεφή λειτουργίαν. Η εξωστρεφής τάσις συνήντησε το τέρμα αυτής εις τας εμπειρίας του τραγικού και αδιεξόδου καί μετεστράφη εναντιοδρομικώς και κατ' απόλυτον τρόπον εις εσωστρεφικήν ψυχολογικήν και πνευματικήν λειτουργίαν. Ούτω δε ο άσωτος ευρέθη «ενώπιος ενωπίω». Εθεώρησε και αντελήφθη την πτωχείαν της ιδίας ατομικότητος.

Η αυτοθεώρησις αύτη καθιστά κυρίως δυνατήν την αξιολογικήν κρίσιν, η οποία επισφραγίζει εγκύρως το γεγονός της ψυχολογικής και πνευματικής αφυπνίσεως του ασώτου. Άνευ της επιστροφής ταύτης, πάσα αξιολογική κρίσις έχει μόνον θεωρητικήν αξίαν, ως στοχασμός ή «μηχανική» κρίσις. Διότι συμφώνως προς ό,τι μέχρι τούδε ελέχθη, μόνον η αυτοθεώρησις αύτη καθιστά την αξιολογικήν κρίσιν γόνιμον υπαρξιακήν εμπειρίαν. Δια τούτο δε και ο άσωτος «εις εαυτόν ελθών», είπε «πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι» (στχ. 17).

Η αξιολογική αύτη κρίσις εκφέρεται ως υπαρξιακή εμπειρία μιας μεθοριακής ψυχολογικής και πνευματικής καταστάσεως. Ο άσωτος βιοί την μεθοριακήν κατάστασιν της δυνατότητος. Ανακαλύπτει δηλ. δια της αυτοθεωρήσεως διέξοδον εκ του τραγικού. Εκείνο δε το οποίον κυρίως βιοί ούτος ως μεθοριακήν κατάστασιν, η οποία προσφέρει διέξοδον, είναι η ανάμνησις της εξαρτήσεως εκ της πατρικής αυθεντίας; εκ της οποίας οικεία βουλήσει απεγαλακτίσθη ψυχολογικώς και πνευματικώς. Το κέντρον της αξιολογικής κρίσεως δεν είναι οι περισσεύοντες άρτοι των μισθίων του πατρός, αλλ' αυτός ούτος ο πατήρ ως αυθεντία.

Ο πατήρ προσφέρει τα πλούσια αγαθά και την ασφάλειαν, εισέτι και εις τους υπηρέτας αυτού. Επομένως η εναντιοδρομική πορεία πρέπει να τερματισθεί ενώπιον του πατρός. Ο άσωτος υιός αναγνωρίζει το υπαρξιακόν νόημα της εξαρτήσεως εκ της πατρικής αυθεντίας. Η εμπειρία αύτη προκύπτει εκ της θετικής αξιοποιήσεως της βιώσεως της αμαρτίας ως «τραγικού» και «αδιεξόδου».


Ε΄.  ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΕΝΟΧΗΣ

Η αναγνώρισις του υπαρξιακού νοήματος της εξαρτήσεως εκ της πατρικής αυθεντίας εκφράζεται ως τελικόν στάδιον της όλης διαδικασίας της ψυχολογικής καί πνευματικής αφυπνίσεως του ασώτου εις τους λόγους· «αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου και ερώ αυτώ· πάτερ ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου» (στίχ. 18). Είναι άξιον προσοχής ότι οι λόγοι ούτοι εκφέρονται αμέσως μετά την «επιστροφήν εις εαυτόν» του ασώτου υιού.

Τούτο σημαίνει ότι η συνειδητοποίησις και κυρίως η αναγνώρισις της προσωπικής ενοχής αποβαίνει δυνατή μόνον μετά την ψυχολογικήν αφύπνισιν της προσωπικότητος, τ.έ. την αυτοθεώρησιν ή θεώρησιν της ιδίας ατομικότητος. Εις την κατάστασιν της φυγής ή της απωθήσεως δεν είναι δυνατόν να βιωθεί αυθεντική συνειδητοποίησις της ενοχής. 

Εις το σημείον τούτο οφείλομεν να υπογραμμίσωμεν την μεθοδολογικήν συνέπειαν της προϋποθέσεως της αυτοθεωρήσεως ως όρου εκ των ων ουκ άνευ της συναισθήσεως της ενοχής. Οι στίχοι δηλονότι 17 καί 18 κέκτηνται ιδιάζουσαν σημασίαν, διότι καθιερώνουν την «επιστροφήν εις εαυτόν», ως προϋπόθεσιν της βιώσεως της συναισθήσεως της ενοχής, και επιβάλλουν την ανάλογον μέθοδον της αντιμετωπίσεως του προβλήματος της ενοχής εις πάσαν περίπτωσιν.

Ενταύθα η υπόμνησις της βασικής επιδιώξεως του ψυχοθεραπευτικού και δη του ψυχαναλυτικού διαλόγου είναι οπωσδήποτε χρήσιμος. Διότι ο διάλογος ούτος επιδιώκει πρωτίστως την επιστροφήν του νευρωτικού καί γενικώς του εσωτερικώς διχασμένου ανθρώπου εις την θεώρησιν της ιδίας ατομικότητος. Όταν τούτο επιτυγχάνεται, ο ασθενής παραδέχεται άνευ αντιστάσεως το είδος του εσωτερικού του προβληματισμού. Επομένως και η μέθοδος εν τω μυστηρίω της ιεράς Εξομολογήσεως οφείλει να συμμορφωθεί προς την αρχετυπικήν διαδικασίαν της παραδοχής και ομολογίας της ενοχής υπό του ασώτου υιού.

Ο αμαρτωλός άνθρωπος, μετά μίαν στιγμιαίαν έστω βίωσιν μιας ψυχολογικής αφυπνίσεως, ως εμπειρίας αυτοθεωρίας, πρέπει να χειραγωγείται υπό του πνευματικού εις την συνειδητοποίησιν και αναγνώρισιν (ομολογίαν) της προσωπικής του ενοχής. Άνευ της προϋποθέσεως ταύτης, η επισυμβαίνουσα παραδοχή και ομολογία της ενοχής δέον να θεωρείται, εκ μέρους του ποιμένος, ως τυπική ή μηχανική ομολογία, άνευ ιδιαιτέρου υπαρξιακού θρησκευτικού νοήματος.


ΣΤ΄.  ΒΙΩΣΙΣ ΑΥΤΟΜΕΙΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗΣ ΜΕΙΟΝΕΞΙΑΣ

Η συναίσθησις της ενοχής υπό του ασώτου δεν τερματίζεται εις την παραδοχήν και την ομολογίαν αυτής. Είναι πολύ χαρακτηριστικόν το γεγονός ότι μετά της ομολογίας της ενοχής του ασώτου επισυνάπτεται και η ομολογία της υπαρξιακής εμπειρίας της αυτομειώσεως και ηθικής μειονεξίας. «Ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου· ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου» (στχ. 19).

Η ψυχολογική αφύπνισις, δια της επιστροφής εις εαυτόν, άγει τον άσωτον εις την πνευματικήν νήψιν, δι' ης ούτος κατανοεί την αξιολογικήν βαθμίδα επί της οποίας κατήλθε δια της ασωτείας και της αυθαιρέτου εγκαταλείψεως της πατρικής αυθεντίας. Ούτως η βίωσις της αμαρτίας και δη της ενοχής εκφράζεται ως συναίσθησις αυτομειώσεως και ηθικής ή αξιολογικής μειονεξίας.

Πρόκειται ενταύθα και πάλιν περί «αρχετυπικής» βιώσεως του αισθήματος της ενοχής. Εις τας φυσιολογικάς δηλαδή ή νομίμους διαστάσεις, η βίωσις της ενοχής είναι συγχρόνως και βίωσις αξιολογικής υποβαθμίσεως ή μάλλον η βίωσις της ενοχής μόνον ως τοιαύτη αξιολογική υποβάθμισις είναι δυνατόν να κατανοηθεί.

Εξ άλλου είναι επίσης χαράκτηριστικόν, ότι η τοιαύτη υποβάθμισις, ως υπαρξιακή πάντοτε εμπειρία, ισορροπείται βιωματικώς με ανάλογον ισχυροποίησιν ή επέκτασιν της αναγνωρίσεως εκ μέρους του ασώτου της εξουσίας της πατρικής αυθεντίας. Ο άσωτος θα είναι πλήρως ικανοποιημένος, εάν ο πατήρ δεχθεί αυτόν και δη ουχί υπό τους όρους της προ της εγκαταλείψεως της πατρικής οικίας περιόδου, αλλά υπό νέους όρους, τους οποίους καθιστά παραδεκτούς η βαθεία συναίσθησις της ενοχής αυτού. «Ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου».

Ο «συμβιβασμός» ούτος του ασώτου προς νέας συνθήκας ζωής και δη προς νέους αξιολογικούς όρους υπάρξεως υπογραμμίζει, εκ της επόψεως του περιεχομένου της εσωτερικότητος της προσωπικότητος, την βαθείαν αλλαγήν, την οποίαν προεκάλεσεν η βίωσις της αμαρτίας, αλλά απεκάλυψεν ή κατέστησε πλήρως συνειδητήν η ειλικρινής συναίσθησις της ενοχής.

Η τοιαύτη παραδοχή αλλά και ομολογία της αξιολογικής μειονεξίας εκ μέρους του ασώτου δεικνύει εναργώς την επιτελεσθείσαν οιονεί ψυχολογικήν (και πνευματικήν) μετουσίωσιν του βάθους της προσωπικότητος. Ως είδομεν δηλαδή, η αφετηρία της όλης διαδικασίας της βιώσεως της αμαρτίας σημειώνεται δια μιας εκ μέρους του ασώτου αλαζονικής ενεργείας.

Ούτος, αισθανόμενος σχεδόν ως ίσος προς ίσον, κατά τον αρχικόν διάλογόν του προς τον πατέρα, απαιτεί το νόμιμον («τό επιβάλον») δικαίωμα αυτού να διαχειρισθεί απολύτως ελευθέρως τα περιουσιακά του στοιχεία. Χειραφετείται λοιπόν εκ της πατρικής αυθεντίας και διαχειρίζεται (εκδαπανά) τα στοιχεία αυτά εντός του πνεύματος πάντοτε μιας αλαζονικής διαθέσεως. Η επικρατούσα βασική ψυχολογική (και πνευματική) ροπή είναι η της «ατομικής» αυθεντίας, δηλαδή η εγωιστική.

Υπό το κράτος της ροπής ταύτης και καθ' ον χρόνον εξελίσσεται η βίωσις της αμαρτίας, η αξιολογική αλλά και η ψυχολογική «συνείδησις» του ασώτου είναι πεπληρωμένη υπό της «προσωπικής» υπεροχής. Την ψυχολογικήν δε (και πνευματικήν) κατάστασιν αυτήν αλλάσσει άρδην, «μετουσιώνει», η ειλικρινής ή αυθεντική συναίσθησις της προσωπικής ενοχής.

Έπειτα η διατύπωσις της φράσεως· «ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου», εις προστακτικόν τόνον (καθικετευτικόν) υπογραμμίζει, ως αίτημα αξιολογικής υποβαθμίσεως, την εμπειρίαν της ταπεινώσεως. Η συναίσθησις της ενοχής, συμφώνως και προς πατερικά και ασκητικά πρότυπα, είναι η ψυχολογική (και πνευματική) βάσις της βιώσεως της ταπεινώσεως.

Και ενταύθα δηλαδή κατανοείται η ταπείνωσις όχι ως αυθαίρετος ή αδικαιολόγητος ή νοσηρά μειονεξία, αλλά πρωτίστως ως εκ της συναισθήσεως της ενοχής προερχομένη εμπειρία αλλά και αξίωσις αυτομειώσεως και αξιολογικής οπωσδήποτε υποβαθμίσεως. Ούτω ταπεινός πράγματι δεν είναι ό κατατρυχόμενος υπό συμπλεγμάτων μειονεξίας, λόγω ψυχικών τραυμάτων και απωθήσεων, αλλ' ο συναισθανόμενος πλήρως την ενοχήν αυτού και αξιών, όπως βιώσει την βασικήν συνέπειαν αυτής, την αξιολογικήν υποβάθμισιν.

Δια τούτο και εν προκειμένω η σχετική άξίωσις (καθικέτευσις) του ασώτου· «ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου», εκφράζει το βάθος αλλά και τας διαστάσεις της βιώσεως της ταπεινώσεως, η οποία εν τέλει είναι το αυθεντικόν αποτέλεσμα της ειλικρινούς μετανοίας. Ούτως είναι πράγματι η ψυχολογική (και πνευματική) «μετουσίωσις» ουσιαστική αλλαγή της δομής της εσωτερικότητος.

Ο άσωτος βιοί πλήρη διαδικασίαν εσωτερικών αλλαγών εις τας σκέψεις, τας διαθέσεις και τα συναισθήματα αυτού. Τα κύρια δε σημεία της αλλαγής ταύτης είναι ακριβώς εκείνα, τα οποία εξήρθησαν, ήτοι: η επιστροφή εις εαυτόν (εσωτερική ανασύνδεσις της ατομικότητος), αξιολογική υπαρξιακή αναμέτρησις, συναίσθησις της ενοχής, ομολογία αυτής, συναίσθησις ηθικής μειονεξίας και ταπείνωσις, ως θετικόν πνευματικόν γεγονός. Τα σημεία ακριβώς ταύτα συνθέτουν την όλην ψυχολογικήν (και πνευματικήν) διαδικασίαν της βιώσεως της μετανοίας.

Υπό την εποψιν ταύτην η μετάνοια εμφανίζεται ως εν δυναμικόν ψυχικόν και πνευματικόν γεγονός, το οποίον εκκινεί εκ μιας αφυπνίσεως και oλοκληρούται εις «καινήν κτίσιν». Οπωσδήποτε δε μία τοιαύτη «παλιγγενεσία» δεν είναι δυνατόν να αποτελεί προϊόν μόνον της ατομικής ανθρωπίνης προσπάθειας. Δια τούτο ο μυστηριακός χαρακτήρ της μετανοίας καθιερώνει αυτήν εγκύρως ως αναγεννητικόν βάπτισμα, εκ του οποίου αναδύεται ο καινός άνθρωπος, «ο κατά Θεόν κτισθείς εν δικαιοσύνη και οσιότητι της αληθείας».

Τέλος, ως προς τα κύρια σημεία της ψυχικής (και πνευματικής) διαδικασίας της επιστροφής του ασώτου, είναι χαρακτηριστικόν το γεγονός ότι ταύτα κατακλείονται δια της προς τον πατέρα πορείας και της εμπράκτου ομολογίας της ενοχής αυτού. «Και αναστάς ήλθε προς τον πατέρα αυτού... είπε δε ο υιός· Πάτερ ήμαρτον...» (στχ. 20-21).

Το ιδιάζον νόημα της υπογραμμίσεως της πορείας ταύτης υπό του Κυρίου δέον ασφαλώς να αναζητηθή εις την σημασίαν της ψυχικής και πνευματικής προπαρασκευής προς εξαγόρευσιν της προσωπικής ενοχής, και άρα προς ομολογίαν της ειλικρινούς μετανοίας. Ο άσωτος, αφού εβίωσε καθ' εαυτόν πλήρως την διαδικασίαν της μετανοίας και επιστροφής, επορεύθη προς τον πατρικόν οίκον προκειμένου να έξαγορεύση αυτήν και ενώπιον του πατρός αυτού. Μόνον δε τότε η μετάνοια αύτη καταξιούται ως έγκυρον πνευματικόν γεγονός αλλαγής και αναδημιουργίας.

Ενταύθα θα ηδύνατό τις να επισημάνει επίσης το γεγονός, ότι η παραβολή δεν δίδει μόνον την εικόνα του εσωτερικού διαλόγου καθ' εαυτόν, τον οποίον δηλαδή ο άσωτος ανέπτυξε συνομιλών μεθ' εαυτού, αλλά προσθέτει, ως φυσιολογικόν στοιχείον της όλης διαδικασίας της επιστροφής του ασώτου, και την ομολογίαν της ενοχής αυτού ενώπιον του υποδεχόμενου αυτόν πατρός του. «Έτι δέ αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού... και δραμών... κατεφίλησεν αυτόν. Είπε δε αυτώ ο υιός· Πάτερ, ήμαρτον.» (στχ. 20-21).

Ούτως η μετάνοια του υιού, ως εσωτερική ψυχική και πνευματική διαδικασία, δεν παραμένει όλως ατομικόν γεγονός, οιονεί βιούμενον εντός του «ταμιείου» αυτού. Εξωτερικεύεται πλήρως δια ζώσης φωνής ενώπιον του πατρός και πιθανώς της συνοδείας αυτού, δεδομένου ότι εις άρχων-πατήρ θα επλαισιούτο οπωσδήποτε, κατά την συνάντησιν μετά του υιού του, υπό των στενών συγγενών ή των ανωτέρων ή άλλων υπαλλήλων και υπηρετών αυτού.

Εις την περίπτωσιν ταύτην της προφορικής εξωτερικεύσεως της ομολογίας της ενοχής του ασώτου υιού ενώπιον του πατρός, οφείλει τις αναμφιβόλως να επισημάνει την βασικήν ψυχολογικήν (και πνευματικήν) λειτουργίαν του μυστηρίου της ιερας Εξομολογήσεως, η οποία είναι η ενώπιον του πνευματικού πατρός εξαγόρευσις της προσωπικής ενοχής. Και εξ επόψεως δηλαδή ψυχολογικής δεν εξαρκεί η εν κρυπτώ συναίσθησις της προσωπικής ενοχής προς απαλλαγήν της προσωπικότητος εκ των αρνητικών συνεπειών αυτής και δη επί της ασυνειδήτου ψυχικής περιοχής.

Απαιτείται εξάπαντος η εξωτερίκευσις της εν λόγω ενοχής και η δια του προφορικού μετά του πνευματικού πατρός διαλόγου «υποστασιακή» εκμηδένισις αυτής. Μάλιστα θα ηδύνατό τις να κατανοήσει τον αμφιδυναμικόν χαρακτήρα της εξωτερικεύσεως ως κατά-φασιν και συγχρόνως εκμηδένισιν της ενοχής. Η εξωτερίκευσις, ως προφορική ομολογία και παραδοχή αυτής, αναγνωρίζει την υπόστασιν της ενοχής ως γεγονός αναντίρρητον, ενώ συγχρόνως, ακριβώς ως αναγνώρισις η ομολογία αύτη εκμηδενίζει πράγματι την υποστασιακήν φύσιν αυτής.

Βεβαίως ενταύθα η μυστηριακή λειτουργία είναι εκείνη, η οποία αναλαμβάνει την «εξάλειψιν» της ενοχής, αλλά και ψυχολογικώς, ως διδάσκει και ο ψυχοθεραπευτικός διάλογος, η ομολογία της ενοχής υπηρετεί μέχρις ορισμένου σημείου την εξασθένισιν των αρνητικών επί της προσωπικότητος συνεπειών αυτής.

Αλλ' η περιγραφή της ψυχολογικής και πνευματικής διαδικασίας της επιστροφής του ασώτου υιού εις τον Πατέρα συμπληρούται δια της αρνητικής εικόνος του πρεσβυτέρου υιού. Προφανώς ο Κύριος ήθελε να υπογραμμίσει ζωηρώς την αντίθεσιν μεταξύ φαινόμενης συμπεριφοράς και μη φαινομένης εσωτερικής ψυχικής διαδικασίας ή μεταξύ τυπικής θρησκευτικότητος και γνήσιας πνευματικότητος.

Άλλωστε η παραβολή του ασώτου προσφέρεται ως απάντησις προς τους Φαρισαίους και τους Γραμματείς, λέγοντας «ότι ούτος αμαρτωλούς προσδέχεται και συνεσθίει αυτοίς» (15,2). Το πρώτον δε μέρος της παραβολής περιγράφει παραστατικώς και πλήρως την πτώσιν του ανθρώπου εις την αμαρτίαν και την ανάνηψιν αυτού και επιστροφήν εις τον Θεόν και Πατέρα.

Ενώ το δεύτερον, το αφορών εις την προσωπικότητα του πρεσβυτέρου υιού, υπογραμμίζει τας ψυχολογικάς και πνευματικάς συνεπείας της τυπολατρείας και της επιφανειακής θρησκευτικότητος, αι οποίαι αμφότεραι εχαρακτήριζον τους κατηγόρους και επικριτάς του Κυρίου Φαρισαίους και Γραμματείς.

Ούτως η ψυχολογική αντίδρασις του πρεσβυτέρου υιού εις το χαρμόσυνον γεγονός της επιστροφής του αδελφού του εμφανίζει τα κάτωθι κύρια σημεία, τα οποία προδίδουν ζωηρώς την ποιότητα της πνευματικότητος αυτού.


α) Ψυχικήν αντίστασιν και επιθετικότητα

Καθ' ον χρόνον ο πρεσβύτερος υιός πλησιάζει εις την οικίαν του πατρός του, επιστρέφων εκ του αγρού, αντιλαμβάνεται ότι κάτι όλως εξαιρετικόν και έκτακτον συμβαίνει εν αυτή. Δια τούτο ερωτά περί του γεγονότος τούτου τον πρώτον ίσως ύπηρέτην, τον οποίον συναντά. Η απάντησις, την οποίαν λαμβάνει, μεταδίδει εις αυτόν την χαρμόσυνον πληροφορίαν περί του αδελφού του, ο οποίος, κατά την πατρικήν κρίσιν, «νεκρός ήν καί ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη».

Η νεκρανάστασις ή παλιγγενεσία αύτη, ως συγκινητικόν και δή συγκλονιστικόν γεγονός, προκαλεί χαράν και ευφροσύνην εις πάντας. Δια τούτο ευλόγως ο υπηρέτης αναμένει την ευνόητον αντίδρασιν. Εν τούτοις ο πρεσβύτερος υιός αντιδρά όλως απροσδοκήτως. Ευθύς ως λαμβάνει την πληροφορίαν ότι· «ο αδελφός σου ήκει καί έθυσεν ο πατήρ σου τον μόσχον το σιτευτόν, ότι υγιαίνοντα αυτόν απέλαβεν» (στχ. 27), αντιδρά επιθετικώς. Δηλαδή «ωργίσθη και ουκ ήθελεν εισελθείν».

Είναι προφανές ότι η οργή του πρεσβυτέρου υιού είναι ασυμβίβαστος προς το σημαντικόν και χαρμόσυνον γεγονός της επιστροφής του αδελφού του. Η έντονος αύτη αψιθυμική αντίδρασις, η οποία, ως ψυχική αντίστασις, ολοκληρούται δια της αρνήσεως αυτού να εισέλθη εις τον εορτάζοντα πατρικόν οίκον, προδίδει ζωηρώς ασυνείδητους διαδικασίας εν πλήρει δράσει. Επομένως το ερώτημα είναι εύλογον, διατί ο πρεσβύτερος υιός αντιδρά ούτω; Διατί εκδηλοί, οιονεί, αυτόματον επιθετικότητα; Ισως η μόνη δυνατή απάντησις, επί τη βάσει των μέχρι τούδε δεδομένων των ασυνειδήτων διαδικασιών, είναι η ισχυρά απώθησις αισθημάτων ενοχής.

Ο πρεσβύτερος υιός ήτο «άψογος» θρησκευτικός άνθρωπος. Ήτο αυστηρώς προσηλωμένος εις την υπηρεσίαν και το έργον του πατρός. Τούτο μάλιστα, κατά την πλήρη αγανακτήσεως μομφήν προς τον πατέρα, τονίζει ιδιαιτέρως. «Ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον» (στχ. 27). Η επίκλησις των υπηρεσιών του αυτών και δη της απαραβάτου συνεπούς εκτελέσεως των πατρικών εντολών υπογραμμίζει εξ άλλου την τυποκρατικήν συμπεριφοράν του ασώτου προς τον πατέρα αυτού. 

Εξωτερικώς και «τυπικώς» ήτο αφωσιωμένος προς τον πατέρα. Αλλ' ακριβώς η «άψογος» αύτη θρησκευτικότης και αφοσίωσις καθιστά εκ πρώτης όψεως ανεξήγητον την επιθετικότητα και την ψυχικήν αντίστασιν του πρεσβυτέρου υυού. Η θεώρησις όμως της αρνητικής ταύτης αντιδράσεως υπό το πρίσμα των ασυνειδήτων διαδικασιών συνδέει την επιθετικότητα προς απωθούμενα αισθήματα ενοχής.

Ούτως η αυστηρά και τρόπον τινά απόλυτος προσκόλλησις εις τους θρησκευτικούς τύπους προδίδει πολλάκις νευρωτικήν ακαμψίαν, δηλαδή πα-γίωσιν (Fixierung) εις ωρισμένον τρόπον συμπεριφοράς και ψυχικής ενεργείας. Εις πολλάς δε περιπτώσεις η απόλυτος προσκόλλησις αύτη χρησιμοποιείται ως αμυντικός ψυχικός μηχανισμός, οφειλομένη εις απώθησιν αισθημάτων ενοχής. Διά του τρόπου τούτου αμύνεται το άτομον ασυνειδήτως κατά της συνειδητοποιήσεως των αισθημάτων αυτών.

Ο πρεσβύτερος υιός ήτο, μέχρι της στιγμής της επιστροφής του αναγεγεννημένου αδελφού του, ησφαλισμένος από της πλευράς της αποκαλύψεως των αισθημάτων ενοχής, τα οποία επιμόνως απωθούσε. Η απόλυτος τυπο-κρατική του προσκόλλησις υπερήσπιζεν αυτόν πλήρως. Αλλ' η επιστροφή του ασώτου αδελφού, ως βιωθείσα και συνειδητοποιηθείσα ενοχή, προκαλεί την ασυνείδητον αντίδρασιν της προσωπικής του ενοχής. Εντεύθεν η οργή και η ψυχική αντίστασις, αι οποίαι είναι όντως διαμετρικώς αντίθετοι προς την αφοσίωσιν και την μακροχρόνιον («τοσαύτα έτη») συνεπή προσφοράν υπηρεσίας προς τον πατέρα.

Η απώθησις της ενοχής δεν επέτρεπεν εις τον πρεσβύτερον υιόν πνευματικήν πρόοδον ανάλογον προς την αφοσίωσιν και την υπηρεσίαν ταύτην. Ενώ ούτος από πλευράς «τύπων» ήτο άψογος, εσωτερικώς παρέμενεν ακαλλιέργητος και ανώριμος, λόγω ακριβώς των επιμόνως απωθουμένων αισθημάτων ενοχής.


β) Προβολήν της ενοχής αυτού

Είναι ιδιαζόντως χαρακτηριστικόν το γεγονός ότι ο πρεσβύτερος υιός δεν επιτίθεται κυρίως κατά του αδελφού αυτού, αλλά εναντίον του πατρός. Διότι πράγματι η όλη συμπεριφορά αυτού στρέφεται κατά του πατρός, προς τον οποίον υπήρξε «τοσούτον» αφωσιωμένος, επί τοσαύτα έτη. Προς τον αδελφόν προβάλλει κατ' αρχάς αρνητικήν ψυχικήν αντίστασιν, μη θέλων να εισέλθει εις τον πατρικόν οίκον και να συνεορτάσει δια το χαρμόσυνον γεγονός της νεκραναστάσεως αυτού.

Έπειτα δε και επιτίθεται κατ' αυτού δια της περιφρονητικής αντωνυμίας «ούτος». Αλλά κατά του πατρός του εκδηλοί άμεσον επιθετικότητα και κατηγορεί αυτόν επί σκληρότητι και στενοκαρδία. Ούτως, όταν «εξελθών παρεκάλει αυτόν» ο πατήρ να εισέλθει εις την οικίαν, ούτος εξαποστέλλει κατ' αυτού μύδρους ενοχής. «Ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον, και εμοί ουδέποτε έδωκας έριφον ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ. Ότε δε ο υιός σου ούτος, ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών, ήλθεν, έθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν» (στχ. 29-30).

Οι λόγοι ούτοι εκφράζουν πράγματι ζωηρώς τα επιθετικά αισθήματα του πρεσβυτέρου υιού προς τον πατέρα. Κυρίως δε αι κατηγορίαι, τας οποίας δια των λόγων τούτων αποδίδει εις αυτόν υπογραμμίζουν την ενοχήν του πατρός. Αλλ' ως είναι ευνόητον, η ενοχή αύτη δεν είναι αντικειμενικώς πραγματική. Αι κατηγορίαι είναι ανυπόστατοι και επομένως συνιστούν προβολήν της προσωπικής ενοχής του πρεσβυτέρου υιού επί του προσώπου του πατρός. Η προς τον άσωτον άφεσις του πατρός προκαλεί την δραστηριότητα των απωθουμένων αισθημάτων ενοχής του πρεσβυτέρου υιού, τα οποία, ως καυστικά βέλη, κατευθύνονται προς τον πανάγαθον «αφέτην».

Διότι ο πατήρ είναι ο αυθεντικός διαχειριστής και χορηγός της αφέσεως, την οποίαν ο πρεσβύτερος υιός δεν δύναται να γευθεί, επειδή ακριβώς, εκ λόγων αλαζονείας, απωθεί την ενοχήν αυτού εις τα σκοτεινά βάθη της ασυνειδήτου ψυχικής περιοχής. Ούτως η προς τον πατέρα επιθετική συμπεριφορά αυτού προβάλλει όντως την προσωπικήν του ενοχήν.


γ) Επιθυμίαν αφέσεως της ενοχής αυτού

Η συμπεριφορά του πρεσβυτέρου υιού είναι αρνητική, θεωρούμενη ως επίθεσις κατά του πατρός. Αλλ' έχει αύτη και θετικόν χαρακτήρα. Εκφράζει τον μύχιον πόθον της αφέσεως της ενοχής αυτού. Επιθυμεί ούτος να τύχει της αγαθής εμπειρίας, την οποίαν και ο αδελφός αυτού εβίωσε. Η συμπεριφορά του είναι μία ασυνείδητος διαμαρτυρία πρώτον κατά του εαυτού του, ο οποίος δεν είναι εις θέσιν να βιώσει μίαν τοιαύτην εμπειρίαν.

Η επιθετικότης, έκ της επόψεως ταύτης, στρέφεται πρωτίστως κατά του εαυτού του, ο οποίος είναι ένοχος, προβάλλεται δε, λόγω της απωθήσεως, επί του πατρός. Εξ άλλου όμως η επιθετική συμπεριφορά του πρεσβυτέρου υιού προς τον πατέρα αποτελεί διαμαρτυρίαν κατ' αυτού, όστις ακριβώς είναι ο μόνος αυθεντικός διαχειριστής και χορηγός της αφέσεως, την οποίαν ούτος διακαώς επιθυμεί. Η αμφιδυναμική οψις της συμπεριφοράς ή αντιδράσεως του πρεσβυτέρου υιού δικαιώνει ασφαλώς την άποψιν του Caruso, συμφώνως προς την οποίαν η νευρωτική συμπεριφορά είναι μία απόπειρα προς αποκατάστασιν της «ορθοδοξίας εις την ζωήν».

Εκείνος, ο οποίος απωθεί την ενοχήν του και αντιδρά εις τας διανθρωπίνας σχέσεις νευρωτικώς, επιθυμεί κατ' ουσίαν την αποκατάστασιν της ηθικής ολοκληρίας της προσωπικότητός του. Κατέστη νευρωτικός, διότι κατέστη ανυπόφορος η απώθησις της ενοχής αυτού. Επομένως εις την σκοτεινήν περιοχήν των ασυνειδήτων διαδικασιών της προσωπικότητός του πρεσβυτέρου υιού υπολανθάνει και η λειτουργία της νοσταλγίας και της επιθυμίας της ηθικής ακεραιότητος και αθωότητος.

Η θετική αύτη όψις της επιθετικής αντιδράσεως του πρεσβυτέρου υιού σημειούται ενταύθα μόνον ως δυνατότης πνευματικής ανανήψεως αυτού. Η ποιμαντική δε σημασία του γεγονότος τούτου είναι όντως αυτονόητος. Αλλ' η παραβολή τερματίζεται ούτως, ώστε ο υιός ούτος να παραμείνει παγιδευμένος εις την κατάστασιν της νευρωτικής (αμαρτωλού) ακαμψίας. Διότι ο πατήρ «είπεν αυτώ· τέκνον, συ πάντοτε μετ' εμού ει, και πάντα τα εμά σα εστιν· ευφρανθήναι δε και χαρήναι έδει, ότι . . .» (στχ. 31-32). Κατά ταύτα η παραβολή του ασώτου υιού προβάλλει δύο θρησκευτικούς τύπους και συγχρόνως δύο διαδικασίας θρησκευτικής βιώσεως.

Ο άσωτος υιός και ο πρεσβύτερος αδελφός αυτού αποτελούν δύο θρησκευτικά βιωματικά σύμβολα, τα οποία συγχρόνως κρύπτουν και αποκαλύπτουν μίαν πραγματικότητα. Προβάλλουν μίαν όψιν και υποδηλούν μίαν ασυνείδητον διαδικασίαν. Οπωσδήποτε όμως υπογραμμίζουν το ουσιαστικόν πρόβλημα του ανθρώπου, όπερ είναι το πρόβλημα της ενοχής και υποδεικνύουν θετικώς και αρνητικώς την ορθήν λύσιν αυτού. Αύτη είναι πάντοτε η αναγνώρισις και αποδοχή της βιωματικής υποστάσεως αυτής, ως ακριβώς ομολογείται εις τον 18ον στίχον της περικοπής.

Αλλ' η ανίχνευσις των ασυνειδήτων διαδικασιών και η χειραγώγησις του νευρωτικού ανθρώπου εις την βίωσιν της τοιαύτης λύσεως αποτελεί ασφαλώς τον κεντρικον στόχον του ποιμαντικού έργου. Εν προκειμένω δε η συμβολή των ψυχολογικών σπουδών εις την διευκόλυνσιν του έργου τούτου είναι ασφαλώς λίαν προφανής.

Aρχιμ. Ζαχαρίας Ζάχαρου: "Ο άνθρωπος έρχεται εις εαυτόν" (Κυριακή του Ασώτου)



Η Εκκλησία, προκειμένου να μας ενθαρρύνει στην πορεία της αναγεννήσεώς μας, μας δίδει την ευκαιρία να μελετήσουμε την παραβολή του ασώτου υιού λίγο πριν τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή.

Πρόθεσή της είναι να καταδείξει ότι, όσο σκληρός και αν είναι ο αγώνας μας, η απόγνωση δεν έχει θέση στην εν Χριστώ ζωή. Έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη στον ουράνιο Πατέρα, ο Οποίος μας αναζητεί και μας αναμένει με ανοιχτές αγκάλες. Όχι απλώς μας παρακολουθεί από μακριά, αλλά σπεύδει ακόμη και να μας συναντήσει, επιποθώντας να μας οδηγήσει στη Βασιλεία Του.

Τέτοια είναι η αγάπη του ουράνιου Πατρός. Το τροπάριο που ψάλλουμε στην αρχή της ακολουθίας της μοναχικής κουράς είναι γνωστό ως «αγκάλες πατρικές»: «Αγκάλας πατρικάς, διανοίξαι μοι σπεύσον, ασώτως τον εμόν κατηνάλωσα βίον, εις πλούτον αδαπάνητον αφορών των οικτιρμών Σου Σωτήρ. Νυν πτωχεύουσαν, μη υπερίδης καρδίαν. Σοι γαρ, Κύριε, εν κατανύξει κραυγάζω, Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον Σου». Ο μοναχισμός αποτελεί φοβερό άλμα πίστεως, στο επίμοχθο έργο της μετανοίας. Ωστόσο, από το ξεκίνημα ακόμη ψάλλουμε τον τρυφερό αυτό ύμνο, ως υπενθύμιση ότι τίποτα δεν είναι αδύνατον, εφόσον γευθήκαμε την αγάπη του Θεού.

Ας εξετάσουμε την ίδια την παραβολή. Ο νεότερος γιος απαιτεί από τον πατέρα του: «Πάτερ, δος μοι το επιβάλλον μέρος της ουσίας». Ο Θεός τρέφει ύψιστο σεβασμό για την ελευθερία των τέκνων Του και τους αποδίδει ανεπιφύλακτα όσα ισχυρίζονται ότι τους ανήκουν. Δεν μας επιβάλλει να Τον αγαπήσουμε, γιατί όποιο έργο αναλαμβάνεται με εξαναγκασμό δεν έχει καμία αξία στην αιωνιότητα. Η αγάπη καταξιώνεται, όταν προσφέρεται ελεύθερα από καρδιά γεμάτη με πίστη, διαφορετικά αποδεικνύεται ευτελής.

«Και μετ’ ου πολλάς ημέρας συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χώραν μακράν και εκεί διεσκόπρισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως». Εδώ φαίνεται καθαρά η δυναμική του κακού. Μόλις αποδεχθούμε και τον μηδαμινότερο κακό λογισμό, παραχωρούμε στον εχθρό ένα μικρό άνοιγμα, για να εισέλθει. Στη συνέχεια μας παρασύρει ολοένα και πιό κάτω, ενώ η δική μας αντίσταση διαρκώς εξασθενεί. Κατά την πατερική διδασκαλία, πρέπει να καταπνίγουμε τους λογισμούς αυτούς μόλις εμφανισθούν, διαφορετικά είναι αδύνατον να λυτρωθούμε από αυτούς χωρίς τη μεσιτεία των Αγίων της Εκκλησίας μας. Με τον τρόπο αυτό, η δύναμη του κακού επιφέροντας ραγδαία κατάπτωση μας καταποντίζει στο απύθμενο χάσμα της αμαρτίας και της απώλειας. Η τρομακτική μακρινή χώρα, απ’ όπου απουσιάζει ο Θεός αναφέρεται στις Γραφές ως άδης. Οποτεδήποτε εγκαταλείπουμε τον οίκο του Πατέρα, αποξενωνόμαστε από την αγάπη Του. Έχοντας εκλάβει την προστασία Του ως δεδομένη, την απορρίπτουμε και επιχειρούμε ένα πολύ μεγάλο ταξίδι, μακριά από τον εναγκαλισμό της πατρικής αγάπης Του.

«Διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως». Αυτό σημαίνει ότι εκδαπάνησε άσκοπα την ίδια του την ύπαρξη – την ουσία και την υπόστασή του. Απέρριψε το χάρισμα της υιοθεσίας. Εγκατέλειψε την τιμή της υιότητας του ενός αληθινού Πατέρα του και κατάντησε άγριο θηρίο. Όταν ο άνθρωπος παίρνει αψήφιστα τη χάρη που του απένειμε ο ουράνιος Πατέρας, τα χάνει όλα. Είναι αλήθεια ότι θα ήταν προτιμότερο να μην είχε έλθει στη ζωή αυτή, παρά να αποκοπεί από την ευδοκία της θεϊκής ευσπλαχνίας. Όπως διαβεβαιώνει ο Ψαλμωδός, το έλεος Του είναι πολυτιμότερο από τη ζωή.

«Εγένετο λιμός ισχυρός κατά την χώραν εκείνην, και αυτός ήρξατο υστερείσθαι». Δεν υπάρχει τίποτα φοβερότερο από την ξηρασία που επακολουθεί την υποχώρηση της χάριτος. Τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τον πόνο του χωρισμού από αυτήν. Και όταν η απομάκρυνση της οφείλεται στην παράβαση και στην ανυπακοή του ίδιου του ανθρώπου, η αγωνία του κορυφώνεται και αυτός αρχίζει να «υστερείται». Υποφέρει από πείνα και δίψα, και ενώ παλαιότερα απολάμβανε τον πατρικό εναγκαλισμό, τώρα βρίσκεται παγιδευμένος στον λιμό της καρδιάς του και μέσα στον τυραννικό κλοιό του θανάτου.

Η μακρινη χώρα του λιμού είναι ο κόσμος που μας περιβάλλει· είναι ο κόσμος ο οποίος απέρριψε τον Θεό και τη χάρη Του, και οι κάτοικοί του ζουν μέσα σε βαθειά ερήμωση. Οι αποθήκες και οι τσέπες τους είναι ίσως ασφυκτικά γεμάτες, αλλά οι ξηρές καρδιές τους πλήττονται από τη φοβερή δυστυχία του λιμού. Καρδιά γεμάτη από τη χάρη του Θεού είναι ανενδεής, γιατί πλούτος της είναι ο Ίδιος ο Κύριος. Ο άνθρωπος τότε υποφέρει τη φτώχεια με χαρά, εκλαμβάνοντας όλες τις θλίψεις ως ευκαιρίες αγαλλιάσεως εν Κυρίω. Η ανέχεια μπορεί να συγκεντρώσει την προσοχή του ανθρώπου στο Πνεύμα του Θεού σε τέτοιο βαθμό, ώστε να απελευθερώσει μέσα του μεγάλη ενέργεια, ικανή να τον στηρίξει σε κάθε μορφή αντιξοότητας. Όσο για την κενή καρδιά, φαίνεται να μην υπάρχει τέλος στη δυστυχία της.

Ο λιμός της μακρινής εκείνης χώρας δεν είναι απλώς η πείνα μιας αποστεγνωμένης και απολιθωμένης καρδιάς που στερήθηκε τη χάρη. Ο ατυχής νέος, αφού απόλαυσε μεγάλη άνεση στον οίκο του πατέρα του, αποστασιοποιήθηκε από τον Θεό και τη Βασιλεία της αγάπης Του τόσο πολύ, ώστε να εξοικειωθεί με το απόκοσμο βασίλειο των δαιμόνων και να υποταχθεί στα καταχθόνια σχέδια τους. Όταν ο άνθρωπος δεν αναλαμβάνει το έργο του Θεού σε συνεργασία μαζί Του για την οικοδόμηση της σωτηρίας του, εύκολα οι δαίμονες τον θέτουν υπό τον έλεγχο και την εκδούλευση τους. Του αναθέτουν να βόσκει χοίρους, δηλαδή τον οδηγούν στο να τροφοδοτεί την ολέθρια φλόγα των παθών. Και η μόνη ανταμοιβή βέβαια από τέτοιο έργο είναι η κατάρα του θανάτου. Στην Παλαιά Διαθήκη η κατάρα επερχόταν ως συνέπεια αμαρτίας αλλά και ως επακόλουθο αμέλειας στην εκπλήρωση των έργων του Θεού. Όπως μαρτυρεί ο προφήτης Ιερεμίας: «Επικατάρατος ο ποιών τα έργα του Κυρίου αμελώς» (Ιερ. 48,10). Αν ο άνθρωπος επιχειρήσει να επιτελέσει το έργο του Θεού με μισή καρδιά, θα επισύρει επάνω του κατάρα, ακόμη και αν ζει μέσα στον οίκο του Θεού. Ο Θεός μας είναι όντως ζηλωτής και δεν ανέχεται μερισμό στην καρδιά του ανθρώπου. Δεν αρκείται σε ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο μερίδιο. Ποθεί ολόκληρη την καρδιά όχι από ιδιοτέλεια, αλλά για να την γεμίσει με το πλήρωμα της θεϊκής ζωής Του.

Ο δυστυχής και επικατάρατος άσωτος υιός «επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ών ήσθιον οι χοίροι, και ουδείς εδίδου αυτώ». Ο στίχος αυτός ρίχνει φως σε μια τρομακτική πραγματικότητα. Όταν ο Θεός μας εγκαταλείψει, τότε οι ανθρώπινες αλλά ακόμη και οι αγγελικές δυνάμεις αδυνατούν να μας συνδράμουν. Φυσικά ο άνθρωπος εκούσια εγκαταλείπει τη θεϊκή Βασιλεία της ζωής και του φωτός, για να προσχωρήσει στο ζοφερό βασίλειο του θανάτου. Υπόκειται έτσι στη δυναμική του κακού και δαπανά εφεξής όλες τις δυνάμεις του μόνο για την επιβίωσή του. Καθώς όμως αγωνίζεται να επιζήσει, καταποντίζεται όλο και πιο βαθιά στην αμαρτία, ενώ η κατάρα που επισύρει επάνω του γίνεται δριμύτερη. Όσο περισσότερο ενδίδει στα πάθη, τόσο επιτείνεται η λιμοκτονία του από την απουσία του Θεού. Η καρδιά του ανθρώπου μένει απαράκλητη από τις πρόσκαιρες ηδονές του κόσμου τούτου. Μόνο η άφθαρτη παρηγοριά του Πνεύματος του Θεού μπορεί να την ικανοποιήσει αληθινά.

Ανεξάρτητα από το πόσο έχει εξαχρειωθεί ο άνθρωπος από την αμαρτία ή πόσο βαθιά έχει βυθισθεί στην άβυσσο της κολάσεως, διατηρεί πάντοτε μέσα του κάποια ευγένεια που δεν μπορεί να απαλειφθεί, δηλαδή την εικόνα του Θεού, σύμφωνα με την οποία δημιουργήθηκε. Ο Θεός εμφύτευσε στην ύπαρξή μας τη δυνατότητα της μετάνοιας, ώστε να μπορούμε να στρεφόμαστε προς Αυτόν και να ικετεύουμε για τη συγχώρηση Του οποιαδήποτε στιγμή της ζωής μας. Όταν ο άνθρωπος «έρχεται εις εαυτόν», εξετάζει προσεκτικά την καρδιά του και στη συνέχεια καταφεύγει στον Θεό με υπευθυνότητα, δηλαδή με την αλήθεια της μετάνοιάς του. Τότε Εκείνος του απονέμει μεγάλη τιμή, εκχέοντας πάνω του τους αναζωογονητικούς καταρράκτες του ελέους Του. Έχοντας δημιουργήσει τον άνθρωπο κατά την εικόνα και την ομοίωσή Του, εμφύσησε στη φύση του τον πόθο της θεϊκής υιοθεσίας, στον οποίο ο Θεός αποκρίνεται με τους ευλογημένους και σωτηριώδεις λόγους: «Πάντα τα εμά σα εστιν». Αυτό σημαίνει: «Το πλήρωμα της ζωής μου, ώ άνθρωπε, είναι τώρα δική σου ζωή». Όσα ιδιώματα έχει ο Θεός εκ φύσεως τα αποδίδει δωρεάν στον άνθρωπο ο οποίος γίνεται κατά χάριν θεός.

Η πείνα και η δίψα του ασώτου τον υποχρεώνουν σε βαθειά αυτοεξέταση. Όταν ο άνθρωπος συνέρχεται, απαιτείται μεγάλη ανδρεία, προκειμένου να εξετάσει την καρδιά του και να έλθει αντιμέτωπος με την αληθινή και ολέθρια πτωχεία που τον χαρακτηρίζει. Μόλις όμως αντιληφθεί και εξομολογηθεί την κατάσταση του, ο Θεός σπεύδει να του συμπαρασταθεί. Τον φωτίζει, υποδεικνύοντας του πού ακριβώς βρίσκεται. Με την παράδοξη αυτή όραση, όπως εξηγεί ο Γέροντας Σωφρόνιος, ο άνθρωπος δέχεται τον φωτισμό του Θεού «εκ των όπισθεν». Δεν βλέπει τον Θεό, αλλά μάλλον αποκτά επίγνωση των αμαρτημάτων του. Η χάρη του αποκαλύπτει τα υστερήματα του. Συναισθάνεται τότε την κόλαση στην οποία βρίσκεται, από την οποία απουσιάζει ο Θεός, όπως ακριβώς συμβαίνει, όταν μία ακτίνα φωτός αποκαλύπτει ξαφνικά τη σκόνη σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Η επίγνωση της πνευματικής πτωχείας του προσδίδει στον άνθρωπο την ικανότητα να διακρίνει και να επιδιώκει μόνο τα άφθαρτα και θεϊκά πράγματα, ενώ συγχρόνως τον κάνει ικανό να περιφρονεί όλα τα φθαρτά της πρόσκαιρης αυτής υπάρξεως. Αυτή είναι η αρχή της σοφίας, εφόσον η γνώση της αληθινής μας καταστάσεως εμπνέει μέσα μας τον φόβο του Θεού (Ψαλμ. 110,10).

Είναι εξέχουσα η στιγμή, κατά την οποία ο άνθρωπος «έρχεται εις εαυτόν». Οι ησυχαστές του δέκατου τέταρτου αιώνα έκαναν συχνή χρήση της φράσεως αυτής, που υποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο η αμαρτία, διαχέει τον νου προς τον εξωτερικό κόσμο. Άσωτος υιός είναι, κατά την παράδοση της Εκκλησίας μας, ο νους του ανθρώπου, ο οποίος, όταν αποχωρίζεται από τη μνήμη του Θεού, καθίσταται είτε θηριώδης είτε δαιμονιώδης. Τότε αρχίζει η ζωή της ασωτείας, που είναι αντίθετη προς τη σωφροσύνη και που προκαλεί τη διάσπαση και τη διάχυση του νου, των αισθήσεων και όλης της ζωής του ανθρώπου. Προκειμένου να ενοποιηθεί η φύση του ανθρώπου, ο νους πρέπει να ενωθεί και πάλι με την καρδιά με μια θεραπευτική κίνηση προς τα μέσα. Είναι αναγκαίο να κατεβεί και να αναπαυθεί στην καρδιά, ώστε ενωμένος πάλι με αυτήν να μπορεί να κυβερνά αποτελεσματικά την ύπαρξη του ανθρώπου. Όταν ολόκληρη η ύπαρξή του, συμπεριλαμβανομένου και του σώματος, συγκεντρωθεί στην καρδιά, συντελείται μια τρίτη κίνηση, αυτή τη φορά προς τον Ίδιο τον Θεό. Το συνολικό σχήμα έχει κυκλικό χαρακτήρα, σύμφωνα με τους όσιους ησυχαστές. Αφού «διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού» στον εξωτερικό κόσμο (πρώτη κίνηση), ο άσωτος υιός «έρχεται εις εαυτόν» (δεύτερη κίνηση), ούτως ώστε να κατευθύνει όλη την ύπαρξη του προς τον εναγκαλισμό του Πατέρα (τρίτη κίνηση). Προκειμένου όμως ο άνθρωπος να επανασυνδέσει τον νου με την καρδιά του, πρέπει να αντιταχθεί στο πλήθος των λογισμών που του υποβάλλει ο εχθρός. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν τη ρίζα τους στην υπερηφάνεια. Ωστόσο έχοντας ο άνθρωπος ανακαλύψει την καρδιά του, αρχίζει να εντοπίζει την προέλευση τέτοιου είδους λογισμών καθώς επίσης και τον σκοπό τους. Δεν τον εξαπατούν οι λογισμοί πια με την ίδια ευκολία όπως παλιά, γιατί μαθαίνει να επιτηρεί την είσοδο της καρδιάς του. Όταν τελικά καταφέρει να ενοικήσει σε αυτήν, τότε μόνο ταπεινοί διαλογισμοί θα αναφύονται στο έδαφος της, που θα τρέφουν και θα ζωογονούν την ύπαρξή του.

Οι περισσότεροι από εμάς ζούμε δυστυχώς έξω από την καρδιά μας, και ο νους μας παραμένει σε διαρκή σύγχυση. Ορισμένοι καλοί λογισμοί αναδύονται κατά καιρούς στην επιφάνεια, αλλά οι σκέψεις μας στην πλειονότητα τους είναι επιβλαβείς. Όσο εξακολουθούμε να αγνοούμε την καρδιά μας θα βρισκόμαστε υπό την κυριαρχία του ολέθριου αυτού καθεστώτος. Προς το τέλος όμως ο πόνος εντείνεται τόσο πολύ, ώστε ανήμποροι να τον ανεχθούμε αρχίζουμε να ψάχνουμε τον δρόμο της επιστροφής.

Ενθυμούμενος το πατρικό του σπίτι ο άσωτος υιός συνέρχεται και αναλογίζεται: «Πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι!» Όλοι έχουμε θαμμένες βαθιά μέσα μας αναμνήσεις από τον οίκο του Πατρός, γιατί η ψυχή μας διατηρεί παντοτινά τα ίχνη της χάριτος του Αγίου Βαπτίσματος, όταν ενδυθήκαμε τον Χριστό. Επιπλέον, κάθε φορά που μετέχουμε στα Άχραντα Μυστήρια η ύπαρξή μας σημαδεύεται ανεξίτηλα από την αγαθότητα του Θεού. Στην καρδιά του ασώτου άλλη ταπεινή σκέψη αναδύεται τώρα: «Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου …» Η διαδικασία της ενδότερης αναγεννήσεως έχει πια ξεκινήσει, αφού αποφάσισε να ανασηκωθεί από την πτώση του. Έχοντας αντικρίσει την πραγματικότητα της απώλειάς του, επιστρέφει προς τον εαυτό του και τον Θεό. Αρχίζει η δυναμική εν Θεώ αύξησή του. Είναι έτοιμος να φωτισθεί και να καθαρισθεί, αφού άρχισε να μιλά με ειλικρίνεια στον Θεό από τα βάθη της καρδιάς του. Οι προσευχές μιάς κατακερματισμένης διάνοιας δεν έχουν ούτε ενάργεια ούτε βάθος, αλλά ο νους που επανασυνδέθηκε με την καρδιά ξεχειλίζει από ταπεινή προσευχή με τέτοια δύναμη, που φθάνει στα ώτα του Κυρίου Σαβαώθ. «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον Σου». Ο άνθρωπος ανακαλύπτει τώρα την ισχύ της ταπεινώσεως. Διαπιστώνει ότι η μόνη ορθή στάση είναι να αποδώσει όλη τη δόξα και την τιμή στον Θεό, ενώ στον εαυτό του «την αισχύνη του προσώπου» (Δανιήλ 9,7) εξαιτίας των αμαρτιών του. Καταθέτει όλη την εμπιστοσύνη του στο έλεος του Πατρός και όχι πια στο διεφθαρμένο εγώ του, και υιοθετώντας τη στάση αυτή της καρδιάς οδηγείται σε αληθινή μετάνοια. Όπως διαβάζουμε σε μία από τις μεγάλες «ευχές της γονυκλισίας» κατά την Πεντηκοστή: «Σοι μόνω αμαρτάνομεν, αλλά και Σοι μόνω λατρεύομεν». Είμαστε αμαρτωλοί και ανάξιοι του ελέους Του, αλλά έχουμε πλήρη πεποίθηση σε Εκείνον τον Οποίο λατρεύουμε. Το «αλλά» αυτό δεν μπορεί να λεχθεί χωρίς πίστη, και ακριβώς η πίστη αυτή είναι ο βράχος πάνω στον οποίο οικοδομούμε την πνευματική ζωή μας.

Ο άσωτος υιός, στη συνέχεια, ταπεινώνεται ακόμη περισσότερο: «Ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου· ποίησον με ως ένα των μισθίων σου». Δεν λέει «ένα των υπηρετών σου». Οι υπηρέτες ανήκαν γενικά στην οικογένεια του αφεντικού τους και περνούσαν τη ζωή τους μέσα στο οικιακό περιβάλλον. Απεναντίας οι μισθωτοί υπηρέτες δεν είχαν δικαίωμα να μένουν στο σπίτι του αφεντικού και μπορούσαν να απολυθούν ανά πάσαν στιγμήν. Έτσι ο άσωτος κρίνει ότι του αρμόζει να τοποθετηθεί στην ίδια τάξη με τους προσωρινούς εργάτες, τους πιο ασήμαντους υπηρέτες. Σε όσους μετανοούν αληθινά είναι πολύ χαρακτηριστικές τέτοιες ταπεινές σκέψεις, καθεμιά από τις οποίες εκφράζει βαθύτερη ταπεινοφροσύνη από τις προηγούμενες. Το πυρ της μετάνοιας βυθίζει τον άνθρωπο που μετανοεί στην άβυσσο της μηδαμινότητάς του, απ’ όπου μόνο ο Θεός μπορεί πάλι να τον ανυψώσει. (Ο Ίδιος ο Κύριος μας υπέδειξε την οδό αυτή: προηγήθηκε η κατάβασή Του στον Άδη, και από εκεί η ανάβασή Του υπεράνω όλων των ουρανών). Όσο ταπεινώνεται ο άνθρωπος, τόσο κερδίζει σε σοφία, καλλιεργώντας αδιασάλευτη πίστη στο έλεος του Θεού και γνωρίζοντας ότι Αυτός θα τον ανυψώσει διαπαντός εν καιρώ ευθέτω (Α’ Πετρ. 5,6). Αφότου ο άνθρωπος ανακαλύψει την καρδιά του, μοναδική του μέριμνα είναι να καλλιεργεί τέτοιους λογισμούς, που τον τοποθετούν στην καθοδική πορεία της μετάνοιας. Γνωρίζουμε ότι, όποιος φέρεται από το Πνεύμα το Άγιο, δεν παύει να μέμφεται τον εαυτό του. Μάλιστα όσο περισσότερο οδεύει προς τα κάτω, ακολουθώντας το υπόδειγμα του Χριστού, τόσο υψηλότερα θα ανυψωθεί μαζί Του.

Όπως ακριβώς η ενέργεια του κακού ωθεί τον άνθρωπο στην απώλεια, έτσι και η ενέργεια της θείας χάριτος τον μετασχηματίζει, αν αυτός συμμορφώνει τη ζωή του με το θέλημα του Θεού. Όταν ο άνθρωπος δέχεται τη σωτηρία, κάθε ταπεινός λογισμός γεννά άλλον ταπεινότερο, που αιχμαλωτίζει κάθε κακή σκέψη στην υπακοή των εντολών του Χριστού (Β’ Κορ. 10,15). Η χάρη του Θεού ανιστά τον άνθρωπο στη δόξα του εναγκαλισμού του από τον ουράνιο Πατέρα και τον αποκαθιστά στην υιοθεσία.

Η μεγάλη οδύνη βοήθησε τον άσωτο υιό να βρει την καρδιά του. Μέσα από τη δυναμική αλληλοδιαδοχή των ταπεινών λογισμών που αναζωογονούν την ψυχή του, οδηγήθηκε στην ανακάλυψη του πνευματικού χώρου της μετάνοιας. «Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου και ερώ αυτώ· Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου». Τόσο μεγάλη είναι η ισχύς ενός ταπεινού λογισμού. Με λίγες μόνο λέξεις η Αγία Γραφή εστιάζει την προσοχή μας στη μεγαλειώδη πραγματικότητα, η οποία αποτελεί και τον κεκρυμμένο σκοπό της παραβολής αυτής. Όταν ο άνθρωπος επιστρέφει στην καρδιά του και αρχίζει να αυξάνει μέσα του τη χάρη ταπεινώνοντας τον νου του, αποκτά ανδρεία λέοντος στη μετάνοιά του. Επιπλέον ο αυτοκαθορισμός του ενδυναμώνεται, ώστε είναι έτοιμος να υπομείνει ακόμη και την κάμινο του ίδιου του άδη. Όπως και αν διαμορφώνονται οι περιστάσεις του βίου του, είναι πια οπλισμένος με τέτοιο θάρρος και τόση παρρησία, που προσφεύγει πάντοτε στον Θεό με ακλόνητη ετοιμότητα για άλματα της πίστεως.

«Έτι δε αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και ευσπλαγχνίσθη». Ποιός άλλος πατέρας εκτός από τον ουράνιο έχει την ικανότητα να διακρίνει τόσο καθαρά και από τόσο μακριά, ακόμη και πίσω από τα βουνά των αμαρτιών μας; Αληθινά καταπλήττει το γεγονός ότι ο Θεός έφθασε ακόμη και στην άβυσσο της κολάσεως και της αμαρτίας για να αναζητήσει τα ίχνη του ανθρώπου. Πράγματι, η επισκοπή Του δεν μας εγκαταλείπει ποτέ. Μας παρατηρεί και καρτερεί υπομονετικά να έλθουμε εις εαυτόν και τότε μόνο μας ανιστά στο ύψος της δικής Του δόξας.

Ο πατέρας «ευσπλαγχνίσθη, και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν» (Λουκ. 15,20). Τρέχει, πέφτει και καταφιλεί: τρία ρήματα που μεταδίδουν μεγάλη δύναμη. Ο Θεός τρέχει να συναντήσει τον άνθρωπο που μετανοεί, ώστε να του χορηγήσει τη δύναμη που απαιτείται, για να ολοκληρώσει την καλή πρόθεση της επιστροφής του. Πέφτει στον τράχηλο του ανθρώπου, για να τον καταστήσει θεοφόρο, «άλογο» που έχει καβαλάρη τον Θεό. Το Ευαγγέλιο χρησιμοποιεί τις θαυμάσιες αυτές εικόνες, για να καταδείξει την άπειρη αγάπη και ταπείνωση του Θεού. Τι Θεό έχουμε! Έχοντας υπερβεί τον θάνατο της αμαρτίας, ταπεινώθηκε ενώπιόν μας από αγάπη. Χάρη στην υπερβάλλουσα αγάπη Του γίνεται υπηρέτης του ανθρώπου, συγκαταλέγοντάς τον στη ζωή και τη Βασιλεία Του. Ο Θεός επιχέει τα ελέη Του πάνω στον άνθρωπο που μετανοεί σηματοδοτώντας μαζί Του το προοίμιο της αιώνιας ζωής, η οποία δεν γνωρίζει ούτε φθορά ούτε τέλος. Καθώς ο άνθρωπος γίνεται θεοφόρος, μεταβαίνει από δύναμη σε δύναμη, ενώ η αγαλλίασή του μεγαλώνει συνεχώς από ένα πλήρωμα χαράς σε άλλο ακόμη μεγαλύτερο.

Δεν αργεί ο εύσπλαγχνος πατέρας να ακούσει τα λόγια του υιού του, και αμέσως τον σφίγγει στην αγκαλιά του και τον καταφιλεί. Ο πατέρας γνωρίζει την αλλοίωση της καρδιάς του και μέσα στη χαρά του ούτε καν ακούει την εξομολόγησή του. Ποθεί τόσο φλογερά να αποκαταστήσει τον μεταμελημένο γιο του, ώστε διατάζει τους υπηρέτες να φέρουν την πιο εκλεκτή στολή. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει, όταν στεκόμαστε με μετάνοια ενώπιον του Θεού και πενθούμε. Ο Θεός μας συγχωρεί, πριν ακόμη να το καταλάβουμε. Αλλά ας μην ξεχνούμε ότι η αλήθεια της μετάνοιάς μας επισφραγίζεται, μόνο όταν εξομολογούμαστε τις αμαρτίες μας ενώπιον ενός «ομοιοπαθούς» ανθρώπου (Πράξ. 14,15), ενός ιερέα της Εκκλησίας του Χριστού.

Ο πατέρας, όταν αγκαλιάζει τον υιό του, του μεταδίδει την ίδια τη ζωή του και του προσφέρει όλα τα πλούτη του, όπως ακριβώς θα έκανε, αν εκείνος δεν είχε εγκαταλείψει ποτέ την πατρική εστία. Θεωρώντας τα αμαρτήματα του ως ελάχιστα ίχνη σκόνης πάνω σε έναν καθρέφτη τα εξαλείφει όλα, αφήνοντας τη γυάλινη επιφάνεια ολοκάθαρη, όπως ήταν στην αρχή. «Εξενέγκατε την στολήν την πρώτην …» Ο πατέρας τον ενδύει με την περιβολή της τιμής και της δόξας και του φορεί δαχτυλίδι στο χέρι και υποδήματα στα πόδια. Σύμφωνα με τους Πατέρες η ενδυμασία δηλώνει την τιμή της υιοθεσίας. Το δαχτυλίδι συμβολίζει τη δύναμη που του παρέχεται, ώστε να ζήσει στο εξής αναμάρτητη ζωή, ενωμένος με τον Θεό και τηρώντας τις εντολές Του. Επιπλέον, στα αρχαία χρόνια, όταν κάποιος έδιδε το δαχτυλίδι του σε κάποιον άλλο, σήμαινε ότι του μεταβίβαζε την εξουσία του. Αυτό ακριβώς κάνει και ο Θεός κατά την επιστροφή του αμαρτωλού. Του παραδίδει την εξουσία του κληρονόμου της ίδιας της ζωή Του. Τα υποδήματα αποτελούν επίσης σύμβολο υιοθεσίας. Μόνο οι υπηρέτες περπατούσαν ανυπόδητοι, ενώ τα υποδήματα συνιστούσαν το διακριτικό σημείο ελευθερίας του ανθρώπου.

«Ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν θύσατε, και φαγόντες ευφρανθώμεν». Ο πατέρας, γεμάτος αγαλλίαση, ετοιμάζει λαμπρή εορτή για την επιστροφή του υιού του. Όπως βεβαιώνει ο Κύριος: «Χαρά γίνεται ενώπιον των αγγέλων του Θεού επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι». Πράγματι, ζούμε στη γη μεταξύ δύο κόσμων: Καταυγαζόμαστε από τις ακτίνες φωτός της επουράνιας Βασιλείας και απειλούμαστε από τις ζοφερές σκιές του Άδη. Ανάλογα με την ελεύθερη επιλογή μας να ασπασθούμε είτε τον ένα κόσμο είτε τον άλλο, η στιγμή της διαβάσεώς μας θα αποδειχθεί πύλη εισόδου στην αιώνια μακαριότητα ή στο τυραννικό σκότος του ίδιου του παραλογισμού μας. Ο ουράνιος Πατέρας όμως έχει μία μόνο σκέψη: «Ούτος ο υιός μου νεκρός ήν και ανέζησε και απολωλός ήν και ευρέθη». Η χάρα του ουρανίου Πατρός είναι ανεκλάλητη, γιατί ανεξάντλητη είναι και η δίψα Του για τη σωτηρία μας! Στην ουσία είναι ο δικός Του σφοδρός πόθος για την επιστροφή μας που απεργάζεται τη δική μας μετάνοια.

Η επιστροφή του ασώτου υιού δεν χαροποίησε, ωστόσο, τον μεγαλύτερο αδελφό του, ο οποίος εργαζόταν στους αγρούς, έξω από την πατρική οικία. Αυτός εκπροσωπεί τους Φαρισαίους, οι οποίοι ποτέ δεν υποδέχονταν με χαρά τη μεταμέλεια ενός αμαρτωλού, θεωρώντας ότι του αξίζει η κόλαση. Εμπιστεύονταν μόνο τη δική τους δικαιοσύνη, αλλά με την αυτοδικαίωση αυτή αποδεικνύεται ότι βρίσκονταν στους αγρούς, δηλαδή έξω από τον οίκο της καρδιάς τους. Είχαν την πίστη ότι ανήκουν στον Θεό, όπως ο μεγάλος γιός της παραβολής, χωρίς να εννοούν ότι στην πραγματικότητα δεν είχαν δώσει ποτέ την καρδιά τους στον επουράνιο Πατέρα. Δεν είχαν καμιά γνώση του Θεού ούτε ήλθαν ποτέ σε κοινωνία με το Πνεύμα Του. Έτρεφαν μάλλον την πεποίθηση ότι η τυπική από μέρους τους τήρηση του Νόμου θα υποχρέωνε κατά κάποιον τρόπο τον Θεό να τους αποδώσει τη σωτηρία.

«Και ως ερχόμενος ήγγισε τη οικία, ήκουσε συμφωνίας και χορών, και προσκαλεσάμενος ένα των παίδων επυνθάνετο τι είη ταύτα». Επειδή ήταν αδύνατον να εννοήσει ο μεγάλος γιός τι συνέβαινε, αναγκάσθηκε να ρωτήσει έναν υπηρέτη, ο οποίος και τον πληροφόρησε: «Ο αδελφός σου ήκει και έθυσεν ο πατήρ σου τον μόσχον τον σιτευτόν, ότι υγιαίνοντα αυτόν απέλαβεν». Εκείνος τότε, υπό το κράτος της εγωιστικής ηθικής του, οργίσθηκε και αντέδρασε ως ακάρδιος ή μάλλον ως λιθοκάρδιος. Αρνήθηκε να μπει στο σπίτι σαν να δήλωνε στον Θεό: «Αν υποδέχεσαι αμαρτωλούς στη Βασιλεία σου, εγώ προτιμώ να μείνω έξω». Δυστυχώς η στάση αυτή χαρακτηρίζει πολλούς χριστιανούς. Λίγοι από μας χαιρόμαστε αληθινά για την επιστροφή ενός αδελφού που έζησε αμαρτωλή ζωή και πολύ συχνά μάλιστα αντιμετωπίζουμε με δυσφορία την πνευματική του σταθερότητα και πρόοδο.

«Ο ούν πατήρ αυτού εξελθών παρεκάλει αυτόν». Όπως ακριβώς ο πατέρας έσπευσε νωρίτερα να προϋπαντήσει τον άσωτο γιο του, έτσι εξέρχεται τώρα να συναντήσει και τον μεγάλο γιο του. Ο Θεός ταπεινώνεται μπροστά στο καθένα από τα τέκνα Του, προκειμένου να τα οδηγήσει όλα κοντά Του. Πόσοι από μας όμως αρνούμαστε να συμμετάσχουμε στη χαρά του επουράνιου Πατέρα μας! Αντιλέγουμε με αλαζονική αναισθησία: «Ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολην σου παρήλθον, και εμοί ουδέποτε έδωκας έριφον ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ». Η απάντηση αυτή δείχνει ότι η σχέση μας με τον ουράνιο Πατέρα μας δεν αποτελεί σύνδεσμο αληθινής αγάπης. Αν όμως δεν συνδεόμαστε με τον Χριστό με ταπεινή αγάπη, απέχουμε πάρα πολύ από την τελειότητα και η σωτηρία μας είναι αβέβαιη. Τα λόγια του μεγάλου γιου συνιστούν σαφή ένδειξη ότι η καρδιά του στερείται του «άλατος» της αγάπης. Συνεχίζει τον λόγο με ακόμη εντονότερη πικρία: «Ότε δε ο υιός σου ούτος, ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών, ήλθεν, έθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν». Πόση αγανάκτηση αισθάνεται εναντίον του αδελφού του! Τον κατηγορεί, καταδικάζοντάς τον για τις αμαρτίες του, ανίκανος να διακρίνει τη μεταμόρφωση που επήλθε στην ψυχή του.

Τότε ο εύσπλαχνος πατέρας, μέσα στην άφατη αγαθότητά Του, αποκρίνεται: «Τέκνον, ου πάντοτε μετ’ εμού εί, και πάντα τα εμά σα εστιν;». Αυτή είναι ίσως η πιο συγκινητική ρήση σε όλη την παραβολή. Ο πατέρας κατακλύζεται από τον πόθο να θεραπεύσει τον φθόνο του γιου του και του θέτει τον προβληματισμό: «Σε σένα έχω δώσει ήδη όλη μου την περιουσία. Γιατί φθονείς τον αδελφό σου; Το μόνο που σου ζητώ είναι να με αγαπάς ως γιος μου». Αν η καρδιά του μεγαλύτερου υιού ήταν ενωμένη με την καρδιά του πατέρα του, τότε η χαρά του πατέρα θα ήταν και δική του χαρά. Η δόξα του αδελφού του θα ήταν και δική του δόξα, όπως ακριβώς το φως ενός κεριού δεν ελαττώνεται, όταν ανάβονται από αυτό άλλα κεριά. Όταν αποδεικνύουμε στον Θεό ότι Τον αγαπάμε ως αληθινοί υιοί, γινόμαστε ικανοί να λάβουμε όλα όσα είναι δικά Του, την ίδια τη ζωή Του και όλο τον ακένωτο πλούτο των χαρισμάτων Του.

Οι λόγοι του Κυρίου, διατυπωμένοι με εξαιρετική ευγένεια, φανερώνουν τον σφοδρό πόθο Του να μας θεραπεύσει από τη μικροπρέπεια της ζηλοτυπίας. Σε άλλο σημείο του Ευαγγελίου, μετά την Ανάστασή του Κυρίου, ο Πέτρος ζητεί να ενημερωθεί για τον Ιωάννη. Είχε δει τον αγαπημένο μαθητή να γέρνει στο στέρνο του Κυρίου κατά τον Μυστικό Δείπνο και διατήρησε την εικόνα αυτή στη μνήμη του. Νιώθοντας ο ίδιος μεγάλη ντροπή για τη δική του προδοσία, ρωτά τον Χριστό: «Ούτος δε [ο Ιωάννης] τί;» Και ο Κύριος αποκρίνεται: «Εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, τί προς σε; Συ ακολούθει μοι» (Ιωάν. 21,22). Με άλλα λόγια, δεν πρέπει να μας απασχολεί ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός συμπεριφέρεται στους συνανθρώπους μας. Σκοπός και χρέος μας είναι να Τον ακολουθούμε με πίστη και αφοσίωση, ώστε να αξιωθούμε να ακούσουμε τον μακάριο λόγο: «Πάντα τα εμά σα εστι». Και πραγματικά, όταν η καρδιά μας ανήκει στον Θεό, δεν υστερούμε σε τίποτα, αφού ό,τι δωρίζει στους αδελφούς μας αποτελεί συγχρόνως και δικό μας χάρισμα.

«Ευφρανθήναι δε και χαρήναι έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ήν και ανέζησε, και απολωλώς ήν και ευρέθη». Αν ακολουθούμε τα ίχνη του Κυρίου με πιστότητα, η σωτηρία όλων των ανθρώπων θα είναι η μόνη μας επιθυμία. Τότε και η δική μας σωτηρία θα αποτελεί φυσικό επακόλουθο, εφόσον η επιθυμία μας θα είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με τον πόθο του Θεού για τη σωτηρία όλου του κόσμου. Γνώρισα έναν μοναχό που προσευχόταν για πολύ καιρό: «Κύριε Ιησού Χριστέ, σώσε όλο τον κόσμο, και μένα». Με άλλα λόγια: «Κύριε, παράλαβε όλους τους ανθρώπους στον Παράδεισο, και ίσως τότε υπάρξει και για μένα κάποια ελπίδα».

Όταν ακολουθούμε τον Κύριο, μοναδική μας μέριμνα είναι να Τον ευαρεστούμε και να Του αποδίδουμε ευχαριστία σε ό,τι κάνουμε. Προηγουμένως όμως είναι απαραίτητο να αποκτήσουμε αυθεντική σχέση μαζί Του, καλλιεργώντας την ταπείνωση του τελώνη και την αποφασιστική μετάνοια του ασώτου υιού. Ο Θεός δημιούργησε κάθε άνθρωπο με τέτοιον τρόπο, ώστε ο ιδιαίτερος και μοναδικός σύνδεσμός του με τον Δημιουργό του να τον ολοκληρώνει και να τον τελειοποιεί. Έτσι αποτελεί ύψιστη αποστολή και σκοπό μας η δημιουργία ισχυρής σχέσεως με τον Χριστό και ο αδιάλειπτος διάλογος μαζί Του. Τότε όλες οι ανθρώπινες σχέσεις μας θα αντλούν δύναμη από τον σύνδεσμό μας με τον Θεό και θα αρχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε τα πάντα, κάθε στοιχείο του κτιστού κόσμου, στο φως της σχέσεως αυτής. Αν η βελτίωση της σχέσεώς μας μαζί Του καταστεί η μοναδική φροντίδα μας, τότε βαθειά μετάνοια θα εκπηγάσει από τα βάθη του είναι μας. Όσο περισσότερο αυξανόμαστε εν Χριστώ, τόσο εναργέστερα θα προβάλλει μπροστά μας η πτωχεία μας ανανεώνοντας διαρκώς την έμπνευσή μας. Δεν θα φοβόμαστε τίποτα, γιατί τίποτα δεν θα είναι ικανό να μας χωρίσει από την αγάπη Του.

Η σχέση που οικοδομήσαμε με τον Σωτήρα μας στη ζωή αυτή θα συνεχισθεί και στον μέλλοντα κόσμο. Θα κριθούμε ανάλογα με την αγάπη μας και σύμφωνα με κάθε λογο του Χριστού που είναι αποθησαυρισμένος στο Ευαγγέλιο. Όπως ακριβώς ο Κύριος μετά την Ανάστασή Του έθεσε στον Πέτρο το ερώτημα: «Φιλείς με;», το ίδιο ερώτημα θα θέσει στον καθένα από μας στον μέλλοντα αιώνα: «Και συ, φιλείς με;» Και εμείς θα απαντήσουμε: «Ναι, Κύριε, Συ γνωρίζεις ότι φιλώ Σε». Ο δυναμισμός όμως και η παρρησία της αποκρίσεώς μας θα εξαρτηθούν εξ ολοκλήρου από το βάθος του συνδέσμου μας με το Πρόσωπο του Χριστού. Όποια στάση υιοθετήσουμε στη ζωή αυτή θα συνεχισθεί και μετά το μνήμα, γεγονός που γίνεται σαφές στην ευαγγελική αφήγηση περί της κρίσεως των δικαίων. «Κύριε, πότε πράξαμε κάτι καλό πάνω στη γη; Σε Σένα πρέπει δόξα, σε μας αισχύνη» (Ματθ. 25,37-39) είναι η ταπεινή σκέψη που προφέρουν οι δίκαιοι ενώπιον του Κριτού και η οποία έθρεψε τη μετάνοιά τους στη ζωή αυτή. Με τον ίδιο τρόπο οφείλουμε και εμείς να μαθητεύσουμε στη στάση αυτή της ταπεινώσεως από τώρα, ώστε να αξιωθούμε της αιώνιας ζωής με τον Κύριο. Η αλαζονεία και η αυτοδικαίωση δεν έχουν θέση στη ζωή Του, μπορούν όμως να μας συνοδεύσουν τραγικά στην αιωνιότητα, καταδικάζοντάς μας σε αιώνιο χωρισμό από Αυτόν.

Για μας Παράδεισος είναι ο Χριστός. Ο άγιος Σιλουανός διαβεβαιώνει: «Αν όλοι οι άνθρωποι μετανοούσαν και τηρούσαν τις εντολές του Θεού, ο παράδεισος θα ήταν στη γη, γιατί η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστιν. Η Βασιλεία του Θεού είναι το Άγιο Πνεύμα και το Άγιο Πνεύμα είναι το ίδιο στον ουρανό και στη γη». Ο Παράδεισος αρχίζει στη γη με την αγάπη προς τον Θεό και τους αδελφούς μας. Εδώ έγκειται όλος ο πλούτος της αιώνιας ζωής, γιατί ο άνθρωπος δημιουργήθηκε, για να μεγαλύνει τον Θεό αποδίδοντάς Του αιώνια δόξα. Εκείνος πάλι αγάλλεται με την επιστροφή της δόξας αυτής στην εικόνα Του, τον άνθρωπο, ο οποίος τότε απονέμει ακόμη μεγαλύτερο αίνο στον Δημιουργό του. Έτσι εισχωρούμε στην αέναη αυτή ανακύκλωση της αγάπης και της δοξολογίας. Η «κατά Θεόν αύξηση» συνιστά την αληθινή πραγμάτωση του ανθρώπου, ο οποίος κλήθηκε να ομοιωθεί με τον Ίδιο τον Θεό.

---------------------------------------------------------------
(Αρχιμ. Ζαχαρία, Πιστοί στη διαθήκη της Αγάπης, εκδ. Ι. Σταυροπηγιακής Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἐσσεξ Ἀγγλίας 2012, σ. 171-190)

πηγή: www.pemptousia.gr